Υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες στο Κυπριακό;

Toυ Μιχάλη Παπαπέτρου*

Αποτελεί σταθερή θέση των εθνικιστών ότι στο Κυπριακό δεν υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες. Αυτή η θέση είναι απόρροια του μαξιμαλισμού που διακρίνει τις προσεγγίσεις τους, καθώς και της αδυναμίας τους να θέσουν ρεαλιστικούς και υλοποιήσιμους στόχους. Αγνοούν ότι τα συνθήματα ποτέ δεν έλυσαν πολιτικά προβλήματα και μάλιστα πολύπλοκα όπως είναι η διένεξη στην Κύπρο. Αντίθετα, η ρεαλιστική σχολή υποστηρίζει ότι υπήρξαν σημαντικές ευκαιρίες για επίλυση του Κυπριακού, που χάθηκαν γιατί οι εκάστοτε κυπριακές ηγεσίες ήταν απούσες από τη συνάντηση με την ιστορία. Το Κυπριακό θα μπορούσε να λυθεί και το 2004 και το 2017 αν υπήρχαν πολιτικοί που έβλεπαν πέρα από τη μύτη τους, για να αναφερθούμε μόνο στις πιο πρόσφατες περιπτώσεις. Εγγύηση για την επιτυχία μιας τέτοιας λύσης, αποτελεί το σταθερό περιβάλλον της ΕΕ. Όμως, εκτός από τις πιο πάνω δύο τελευταίες ευκαιρίες λύσης, η ιστορία του Κυπριακού, τόσο πριν, όσο και μετά την τουρκική στρατιωτική εισβολή του 1974 είναι γεμάτη από δυνατότητες λύσης. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η ιστορία του Κυπριακού είναι γεμάτη από σημαντικές ευκαιρίες που δεν υλοποιήθηκαν γιατί οι ηγέτες μας δεν πατούσαν στη γη. Το 1916, οι Βρετανοί πρότειναν την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, ως αντάλλαγμα για να μπει η τελευταία στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, κάτι που επιδίωκε διακαώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος και αντιπάλευε ο γερμανόφιλος Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Τελικά, στην κρίσιμη στιγμή επικράτησε η θέση του Βασιλιά και η ευκαιρία χάθηκε. Αργότερα, όταν η Ελλάδα, με πρωθυπουργό τον Βενιζέλο, συντάχθηκε με τους συμμάχους, η πρόταση είχε πάψει να ισχύει και η ευκαιρία είχε χαθεί. Ευκαιρίες χάθηκαν και επί αγγλοκρατίας, τόσο με τη Διασκεπτική το 1947, όσο και με τις προτάσεις Χάρντινγκ το 1956, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ. Όλες αυτές οι προτάσεις παραχωρούσαν ευρεία αυτοκυβέρνηση, άνοιγαν τον δρόμο για μελλοντική αυτοδιάθεση και, το κυριότερο, κρατούσαν την Τουρκία εκτός. Όμως εμείς δεν συζητούσαμε τίποτε άλλο, εκτός από την αδιαπραγμάτευτη «Ένωσιν και Μόνον Ένωσιν». Το 1968, κατά τις συνομιλίες Κληρίδη-Ντενκτάς, η τουρκική πλευρά αποδεχόταν τα 13 σημεία που είχε υποβάλει ο Μακάριος το 1963 με μόνη απαίτηση την κατοχυρωμένη στο σύνταγμα αυτονομία στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο Μακάριος, διαφωνούντος του Κληρίδη, απέρριψε τις τουρκικές προτάσεις.

Μετά την εισβολή του 1974, οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το Αμερικανο-Βρετανο-Καναδικό Σχέδιο (1978), τους Δείκτες Κουεγιάρ του 1983 και το Ενοποιημένο Σχέδιο του 1986 που απέρριψε ο Σπύρος Κυπριανού, το Σχέδιο Ανάν (2004) και τελευταίο το Πλαίσιο Γκουτέρες στο Κραν Μοντανά (2017). Όλα αυτά τα Σχέδια δημιουργούσαν προοπτικές για συναινετικές λύσεις, τις οποίες όμως αρνήθηκε η ελληνοκυπριακή πλευρά. Άλλοτε υποσκάπτοντάς τις, άλλοτε κρυβόμενη πίσω από την αδιαλλαξία του Ντενκτάς και της Τουρκίας, και άλλοτε επιδεικνύοντας εμμονή σε ευσεβοποθικές προσδοκίες. Ας πάψουμε, λοιπόν, να αιτιώμεθα άλλους. Ήταν ο δικός μας δογματισμός και ακαμψία, που επέτρεψε στην Τουρκία να γίνει πρωταγωνιστής στις κυπριακές εξελίξεις και να δημιουργήσει τετελεσμένα που δείχνουν δύσκολα αναστρέψιμα.

Οι ευκαιρίες δεν είναι έτοιμα προϊόντα που επιλέγεις σε μια συγκυρία και τέλειωσες. Οι ευκαιρίες κτίζονται και η αξιοποίησή τους απαιτεί συνέχεια στον χρόνο, πολιτική συνέπεια, και σταθερότητα. Το αν μια εξέλιξη αποτελεί ευκαιρία, δεν κρίνεται αυθαίρετα, αλλά αποτελεί το αποτέλεσμα της ορθολογικής αξιολόγησης της ιστορικής συγκυρίας. Και δυστυχώς εμείς δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είναι ιστορική συγκυρία. Όταν, για παράδειγμα, ο Τάσσος Παπαδόπουλος δημόσια απέρριψε τη θέση του Κώστα Σημίτη, ότι η ένταξη της Κύπρου και η υποψηφιότητα της Τουρκίας στην ΕΕ ήταν μια ιστορική συγκυρία, στην πραγματικότητα μας οδηγούσε σε σύγκρουση με τη λογική, που όχι μόνο μας στερούσε την αξιοποίηση της συγκυρίας, αλλά μας οδηγούσε σε δρόμους επικίνδυνους, χωρίς προοπτική. Η θεώρηση ότι δεν υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες σε τελευταία ανάλυση, μας οδηγεί στη μοιρολατρία και την ηττοπάθεια και στο αξίωμα ότι οι εξελίξεις στο Κυπριακό δεν εξαρτώνται από εμάς. Αυτό μας ωθεί σε μια άγονη αρνητικότητα και ακινησία και μας περιχαρακώνει στο στάτους κβο. Κάθε προσπάθεια αλλαγής του, αρνούμαστε να την αντικρίσουμε ως δυνατότητα, αλλά τη βλέπουμε ως τεράστιο κίνδυνο.

Οι ευκαιρίες συναρτώνται με τις ευρύτερες διεθνείς εξελίξεις και συγκυρίες. Η αξιοποίηση αυτών των συγκυριών απαιτεί πρωτοβουλίες, συνέπεια και αξιοπιστία. Είναι τραγικό, αλλά, όποτε οι Τούρκοι εθνικιστές πόνταραν στον δικό μας μεγαλοϊδεατισμό και απορριπτισμό, δεν λάθεψαν. Κέρδισαν περισσότερα από όσα ανέμεναν.

Η στρατηγική «Ένωσιν και μόνον Ένωσιν»

Δεκαετίες μετά, αρνούμαστε να προσεγγίσουμε κριτικά τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα και τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ. Η Ένωση ως λαϊκό αίτημα μέσα στην ελληνική κυπριακή κοινότητα συνδέεται με τη Μεγάλη Ιδέα για ενσωμάτωση των «αλύτρωτων» Ελλήνων στο ελληνικό εθνικό κράτος. Η Μικρασιατική Καταστροφή σήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας όχι όμως το τέλος του αλυτρωτισμού στην Κύπρο. Το διάλειμμα κάμψης του ενωτικού αιτήματος μετά την καταστροφή ακολούθησε αναζωπύρωση του αλυτρωτικού αισθήματος που οδήγησε στα Οκτωβριανά το 1931. Η αναζωπύρωση αυτή συνδέεται με την εμφάνιση της Αριστεράς (Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, 1926) και την ως εξ αυτής συσπείρωση της εμπορομεσιτικής τοκογλυφικής Δεξιάς με την Εκκλησία έναντι του «κοινού εχθρού». Η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος για ανεξάρτητη Κύπρο έδωσε στη Δεξιά και την Εκκλησία ένα πρόσθετο κίνητρο πολεμικής κατά της Αριστεράς καθιστώντας την ενωτική συνθηματολογία αιχμή της αντιπαράθεσης με την Αριστερά. Νέα έξαρση αυτής της αντιπαράθεσης σημειώνεται αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη μεταφορά του ελληνικού εμφυλιοπολεμικού κλίματος στην Κύπρο. Η ιστορικά ανακόλουθη στροφή του ΑΚΕΛ προς την Ένωση (1949) και ο διαγκωνισμός του με την Εθναρχία για την πρωτοκαθεδρία του ενωτικού αγώνα οδήγησαν σε πλήρη αποξένωση των Τουρκοκυπρίων, αποκοπή του απελευθερωτικού κυπριακού αγώνα από το παγκόσμιο αντιαποικιακό κίνημα, και εγκλωβισμό του σε έναν ετεροχρονισμένο ιδεολογικά αντιδραστικό αλυτρωτισμό. Τελικά, η επιλογή τής υπό τον Μακάριο Εθναρχίας και της Δεξιάς για ένοπλο αγώνα και μάλιστα με αρχηγό τον Γρίβα, ένα φρικτό κατάλοιπο του ελληνικού εμφύλιου, προδιάγραψε την τραγική αποτυχία μετά την οποία η Συμφωνία της Ζυρίχης υπήρξε μια διέξοδος από την ολική καταστροφή.

Η Ανεξαρτησία

Αναμφίβολα η πιο μεγάλη ευκαιρία για την επικράτηση μόνιμης ειρήνης στην Κύπρο, ήταν η ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Στις 16 Αυγούστου 1960, η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος και έγινε δεκτή ως μέλος του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η ορθότητα της απόφασης για αποδοχή της Ζυρίχης, αναγνωρίζεται σήμερα από την ολότητα του λαού. Ακόμα και ο πιο ορκισμένος εχθρός της Ζυρίχης, ο μετέπειτα Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος, αναγνώρισε ότι τυχόν δυνατότητα επανόδου στη Ζυρίχη θα αποτελούσε «ευλογία». Με όλες τους τις αδυναμίες, οι Συμφωνίες της Ζυρίχης περιείχαν σημαντικές κατακτήσεις και κυρίως δημιούργησαν μια αναγνωρισμένη κρατική οντότητα, αποδεκτή διεθνώς, που, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να εδραιώσει την ειρήνη και τη συνεργασία των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Η συνεργασία και η κοινή προσπάθεια, θα μπορούσε να οδηγήσει στο ξεπέρασμα πολλών αδυναμιών και στην ενίσχυση της συναντίληψης για αξιοποίηση των θετικών προνοιών. Πάντα υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο πλευρές θα προσπαθούσαν να τις κάνουν να δουλέψουν. Κάτι που δυστυχώς δεν έγινε.

Είναι πασιφανές ότι από τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου προέκυψε ένα δικοινοτικό κράτος, οιονεί ομοσπονδιακό, αφού η σύνθεση των τριών εξουσιών και οι χωριστές αρμοδιότητες των κοινοτήτων, παρέπεμπαν σε Ομοσπονδία, παρόλο που καμιά ειδική αναφορά δεν γινόταν σε αυτήν. Το αποκλειστικό δικαίωμα κάθε κοινότητας να διαχειρίζεται θέματα παιδείας, οικογενειακού δικαίου και άλλα, ήταν ενδεικτικά ομοσπονδιακά στοιχεία. Όπως επίσης οι συμφωνίες για χωριστά δημαρχεία στις πέντε κύριες πόλεις και οι χωριστές εκλογές για ανάδειξη Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Επιπρόσθετα, το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) του Τουρκοκύπριου Αντιπρόεδρου, το ότι ο Πρόεδρος θα προερχόταν από την ελληνική κοινότητα και ο Αντιπρόεδρος από την τουρκική, οι Υπουργοί θα προέρχονταν και από τις δύο Κοινότητες σε αναλογία 7:3, οι Ανεξάρτητοι Αξιωματούχοι θα προέρχονταν και από τις δύο Κοινότητες και ότι θα υπήρχε ίσος αριθμός Δικαστών στην ανώτατη βαθμίδα της Δικαιοσύνης, παρέπεμπαν σε ένα δικοινοτικό κράτος με διακριτά ομοσπονδιακά στοιχεία.

Χωριστοί Δήμοι

Το ζήτημα των χωριστών Δήμων αποδείχτηκε κρίσιμο και προκάλεσε μείζονα πολιτική κρίση. Ήταν η απαρχή της διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως δικοινοτικού κράτους, όπως προνοούσε το σύνταγμα. Ο Μακάριος αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τη συμφωνηθείσα διευθέτηση. Όταν πληροφορήθηκε ότι οι Τουρκοκύπριοι επέμεναν στην κατά γράμμα εφαρμογή των Συμφωνιών, τους διεμήνυσε ότι «εδώ είναι Κύπρος και όχι το Λάνγκαστερ Χάους» (το κτίριο στο Λονδίνο όπου ολοκληρώθηκαν και υπογράφτηκαν οι Συμφωνίες). Η κρίση επιδεινώθηκε όταν ο Μακάριος, σε αντίδραση στην άρνηση των Τουρκοκυπρίων να ψηφίσουν τη φορολογική νομοθεσία, αποφάσισε αυθαίρετα την κατάργηση των Δήμων (Δεκέμβρης 1962). Οι Τουρκοκύπριοι προσέφυγαν στο Συνταγματικό Δικαστήριο, που είχε αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδικάζει θέματα εφαρμογής του συντάγματος. Παράλληλα, η Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση ψήφισε νόμο για χωριστούς τουρκικούς δήμους πράγμα που η ελληνοκυπριακή πλευρά κατήγγειλε στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο, με απόφαση στις 25 Απριλίου 1963, έκρινε και τις δύο ενέργειες ως αντισυνταγματικές. Ως εκ της άρνησης του Μακάριου να δεχθεί την απόφαση του Δικαστηρίου, ο Πρόεδρός του καθηγητής Φόρτσχοφ, χολωμένος, υπέβαλε την παραίτησή του και έφυγε από την Κύπρο. Τα πράγματα παίρνουν πλέον την τελική ευθεία για τα 13 Σημεία και την κορύφωση της κρίσης στις διακοινοτικές συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 1963. Το δικοινοτικό κράτος καταρρέει με όλα τα επακόλουθα που οδήγησαν στο 1974.

Το Δίκαιο της Ανάγκης

Με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα πολιτειακά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ουσιαστικά δημιουργήθηκε συνταγματική παράλυση και το σύνταγμα δεν μπορούσε να λειτουργήσει, αφού ήταν δομημένο στη βάση ενός δικοινοτικού ισοζυγίου. Για να αντιμετωπίσουν αυτή την ανωμαλία, οι Ελληνοκύπριοι «εφηύραν» τη θεωρία του Δικαίου της Ανάγκης. Με βάση αυτή τη θεωρία, την οποία διατύπωσε ο τότε Γενικός Εισαγγελέας Κρίτων Τορναρίτης, κατ’ εντολή του Μακάριου και επικύρωσε το Ανώτατο Δικαστήριο με αμιγή ελληνοκυπριακή σύνθεση στην υπόθεση Ιμπραήμ, όλες οι διατάξεις που δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν λόγω της απουσίας των Τουρκοκυπρίων, έπαυαν να ισχύουν και γίνονταν νέες ρυθμίσεις με την ψήφιση νόμων (μόνο από τους Ελληνοκυπρίους), που είχαν συνταγματική ισχύ. Έχω σοβαρές επιφυλάξεις για το εφεύρημα παραμερισμού του Συντάγματος στις πιο ουσιώδεις διατάξεις του. Οι επιφυλάξεις αυτές μεγεθύνονται αν σκεφτεί κανείς ότι το Δίκαιο της Ανάγκης δεν εφαρμόστηκε μόνο σε θέματα, όπου η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων δημιουργούσε λειτουργικό πρόβλημα, αλλά και σε άλλα θέματα άσχετα με τη μη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων.

Στις 15 Αυγούστου 1965 έληγε η πενταετής θητεία του Προέδρου της Βουλής. Στις 20 Ιουλίου το Υπουργικό Συμβούλιο, με τις ψήφους μόνο των Ελληνοκυπρίων, ενέκρινε νομοσχέδιο, που παράτεινε τη θητεία του για ένα χρόνο. Ενέκρινε, ακόμα, την αλλαγή του εκλογικού νόμου, καταργώντας το δικαίωμα των Τουρκοκυπρίων να εκλέγουν με χωριστή διαδικασία τον Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο και τα τουρκοκυπριακά μέλη της Βουλής. Ο νόμος παραβίαζε θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος. Ως τέτοια καθορίζονται εκείνα που δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν. Επίσης, για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου, το Σύνταγμα προνοούσε χωριστές πλειοψηφίες των βουλευτών και των δύο Κοινοτήτων. Το νομοσχέδιο παραπέμφθηκε στη Βουλή και οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές ζήτησαν προστασία από την ΟΥΝΦΙΚΥΠ για να παραστούν στη συνεδρία και να πάρουν μέρος στην ψηφοφορία. Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ έθεσε το αίτημα στον Πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος το απέρριψε, λέγοντας ότι το άρθρο 78 του Συντάγματος, που αναφέρεται σε χωριστές πλειοψηφίες, έχει καταργηθεί και το κάθε μέλος της Βουλής θα έχει μία ψήφο για όλες τις αποφάσεις.

Στις 29 Φεβρουαρίου 1968 συνήλθε η Βουλή, χωρίς τους Τουρκοκυπρίους. Ο Μακάριος, ως επανεκλεγείς Πρόεδρος, έδωσε τη νενομισμένη διαβεβαίωση ενώπιον των Ελληνοκύπριων βουλευτών. Ο Κιουτσιούκ εξέφρασε δημόσια τη λύπη του για τη μη ανταπόκριση των Ελληνοκυπρίων να δώσουν μαζί τη διαβεβαίωση, κάτι που, όπως είπε, «θα συνιστούσε κίνηση καλής θέλησης και γνήσιας βούλησης εκ μέρους των Ελληνοκύπριων βουλευτών να σεβαστούν τα συνταγματικά δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν ανταποκρίθηκε στην έκκληση, γιατί είχε καταργήσει μονομερώς τις διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονταν στον δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους, καθώς και τη θέση του Αντιπροέδρου. Ως εκ τούτου, η εκλογή του Κιουτσιούκ στην αντιπροεδρία θεωρήθηκε άκυρη και ανυπόστατη. Από το 1964 μέχρι το 1974, ο Μακάριος δεν αναγνώριζε τη δικοινοτικότητα του Συντάγματος και θεωρούσε όλα τα σχετικά άρθρα άκυρα και ανεφάρμοστα. Στις 23 Ιουλίου 1974, όταν τα τουρκικά στρατεύματα είχαν ήδη αποβιβασθεί στην Κύπρο, ο Μακάριος, από τη Νέα Υόρκη, έδωσε οδηγίες στον προεδρεύοντα Γλαύκο Κληρίδη να επιδιώξει επαφή με τον Ραούφ Ντενκτάς και να του εισηγηθεί άμεση εφαρμογή της Ζυρίχης, συμπεριλαμβανομένων και των προνοιών του Συντάγματος για επιστροφή στις θέσεις τους, του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου, των Υπουργών, των δημοσίων υπαλλήλων και των αστυνομικών. Ο Κληρίδης την ίδια μέρα συνάντησε τον Ντενκτάς στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας. Ο τελευταίος δήλωσε ότι πρώτα πρέπει να μιλήσει με την τουρκική κυβέρνηση. Πήγε με ελικόπτερο στην Τουρκία και λίγες μέρες μετά ήλθε η απάντηση μέσω του Ειδικού Αντιπροσώπου του ΓΓ, Μουνιόζ Βέκμαν, ότι «η τουρκική κυβέρνηση δεν μπορεί να εξετάσει θέμα επιστροφής στη Ζυρίχη, την οποία οι Ελληνοκύπριοι για δέκα χρόνια αρνούνταν να εφαρμόσουν με τον ισχυρισμό ότι οι διατάξεις του Συντάγματος ήταν ανεφάρμοστες». Με άλλα λόγια, για πολλοστή φορά στη σύγχρονη ιστορία μας, ως Ελληνοκύπριοι τρέχαμε πίσω από τα γεγονότα.

Την περίοδο αυτή, η Αριστερά, κατά την γνώμη μου, δεν ανταποκρίθηκε με επάρκεια στην ανάγκη προώθησης μιας πολιτικής που θα στόχευε στην ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας και την ενίσχυση της συνεργασίας με τους Τουρκοκυπρίους, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για χαλιναγώγηση των ακραίων εθνικιστών και στις δύο πλευρές και περιφρούρηση των θετικών πλευρών της Ζυρίχης. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Η Αριστερά, ουσιαστικά ουραγός της πολιτικής του Μακάριου, περιορίστηκε σε συνθήματα χωρίς περιεχόμενο και χωρίς να δημιουργεί τα αναγκαία αναχώματα ενάντια στη διολίσθηση προς την πολιτική της Ένωσης. Λίγους μήνες μετά την εξαγγελία του Μακάριου τον Δεκέμβρη του 1963, ότι επιδιώκει αναθεώρηση του Συντάγματος, το ΑΚΕΛ, συνεχίζοντας την πολιτική της μη αντιπαράθεσης με τον Μακάριο, μετά από κάποιες αμφιταλαντεύσεις, τελικά σύρθηκε στο ίδιο χαράκωμα και, με πύρινους λόγους, επιδίωκε την Ένωση «για εκπλήρωση των προαιώνιων πόθων του λαού μας», όπως διακήρυττε η ηγεσία του. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής και ιδεολογικής διολίσθησης υπήρξε η έκτακτη σύνοδος της Βουλής των Αντιπροσώπων το 1967, όπου ομόφωνα υιοθετήθηκε ψήφισμα υπέρ της Ένωσης. Δηλαδή, τη στιγμή που κατηγορούσαμε την τουρκική κοινότητα για ανταρσία εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, το επίσημο κράτος, που βρισκόταν στα χέρια των Ελληνοκυπρίων, με ομόφωνη απόφαση της Βουλής, με τη σύμπραξη του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων, ψήφιζε την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την προσάρτηση σε ένα τρίτο κράτος, την Ελλάδα. Δεν ισχυρίζομαι ότι το ΑΚΕΛ ενστερνίστηκε αυτό το αδιέξοδο και καταστροφικό εθνικιστικό παραλήρημα αλλά, όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του, παραμένει αναντίλεκτο γεγονός ότι ανέχθηκε αυτή την πολιτική και την υπηρέτησε. Το κυριότερο, αυτή η πολιτική της ενωτικής συμπόρευσης του ΑΚΕΛ με τον Μακάριο, υπέσκαψε τους ψυχικούς και πολιτικούς δεσμούς του κινήματος της Αριστεράς με τους προοδευτικούς Τουρκοκυπρίους, όπως ακριβώς έγινε αρκετές δεκαετίες αργότερα, το 2004, όταν το ΑΚΕΛ, ακατανόητα και αιφνιδιαστικά, συντάχθηκε με το ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν.

Η ανείπωτη τραγωδία που έπληξε την πατρίδα μας το 1974, θα μπορούσε να αφυπνίσει ηγεσία και πολίτες. Θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής για την αναγνώριση λαθών, την αυτοκριτική και τη διόρθωση της πορείας. Ήταν μια ιστορική ευκαιρία.

Αντ’ αυτού, οι ακραίοι εθνικιστές, ιδιαίτερα όσοι πρωτοστάτησαν στην παρανομία και την υπόσκαψη του νόμιμου κράτους, στην καταπληκτική τους πλειοψηφία, συνέχισαν αμετανόητοι. Ο Γρίβας τιμάται σήμερα από την επίσημη πολιτεία. Η Παιδεία συνέχισε με τα ίδια αφηγήματα. Το ίδιο και η πολιτική ελίτ, που παρέμεινε η ίδια και που, στη μεγάλη της πλειοψηφία, δεν αναθεώρησε το αφήγημα ότι «για όλα φταίνε οι άλλοι». Αντί να επιζητήσουν τον αναγκαίο συμβιβασμό, συνέχισαν να επιδιώκουν τη δική τους αυτοδικαίωση.

Οι Τουρκοκύπριοι ως παράγοντας λύσης

Στην ελληνοκυπριακή πλευρά αποτύχαμε να συνειδητοποιήσουμε πως, εν δυνάμει, ο πιο πολύτιμος σύμμαχός μας είναι οι Τουρκοκύπριοι. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι τάχατες βρίσκεται στην Κύπρο για να τους προστατεύσει. Αυτό αποτελεί μεγάλο ψέμα. Από τη δεκαετία του 1940, η Τουρκία απέδιδε μεγάλη σημασία στην Κύπρο, υπό την έννοια ότι δεν ήθελε να επιτρέψει να περιέλθει υπό τον έλεγχο της Ελλάδας, φοβούμενη τη δημιουργία ενός ελληνικού κλοιού γύρω από τα λιμάνια της, από το Βόρειο Αιγαίο μέχρι την Αλεξανδρέττα στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπό αυτή την έννοια, το ενδεχόμενο της Ένωσης αποτελούσε κόκκινο πανί για την Τουρκία, η οποία έδωσε επανειλημμένα ενδείξεις ότι δεν επρόκειτο να δεχτεί μια τέτοια εξέλιξη. Η έναρξη του ένοπλου αγώνα το 1955, έδωσε αφορμή για τους οργανωμένους βανδαλισμούς κατά της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης. Τα μηνύματα που ήθελε να στείλει ο Μεντερές ήταν περισσότερο από σαφή. Ήθελε την ελληνική ομογένεια όμηρο της Τουρκίας και μοχλό πίεσης για ματαίωση των κυπριακών επιδιώξεων. Το γεγονός αυτό τέθηκε ενώπιον του Μακάριου από τον Αβέρωφ. Η απάντηση του Κύπριου ηγέτη ήταν κυνική. Περίπου, χαρακτήρισε την επιβίωση της ελληνικής κοινότητας της Πόλης ως χαμένη υπόθεση. Θυμούμαι τα λόγια του Πατριάρχη Βαρθολομαίου όταν, το 2000, συνοδεύοντας τον Πρόεδρο Κληρίδη, βρέθηκα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Απευθυνόμενος στον Κύπριο Πρόεδρο, είπε: «Οι επιλογές σας κύριε Πρόεδρε είχαν πολύ αρνητικές συνέπειες για τον ελληνισμό της Πόλης και το τίμημα που πληρώσαμε, λόγω της επιλογής της Ένωσης, ήταν ιδιαίτερα βαρύ».

Η Τουρκία, ιδιαίτερα μετά το 1963, βλέποντας να προωθείται η Ένωση, αποφάσισε, να επέμβει με κάθε ευκαιρία, για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο. Αναζητούσε αφορμή για να πραγματοποιήσει επέμβαση, όμως, σε μερικές περιπτώσεις οι διεθνείς συγκυρίες δεν επέτρεψαν τέτοιο εγχείρημα, ιδιαίτερα μετά από προειδοποιήσεις, τόσο των ΗΠΑ, όσο και της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό τελικά έγινε δυνατό όταν οι αξιωματικοί της ελληνικής Χούντας και η ΕΟΚΑ Β’ προχώρησαν στο πραξικόπημα κατά του Μακάριου. Η Τουρκία με πρόσχημα την ανατροπή της συνταγματικής τάξης και την προστασία των Τουρκοκυπρίων, εισέβαλε στην Κύπρο.

Είναι ισχυρισμός μου, που στηρίζεται σε συγκεκριμένα γεγονότα της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, ότι οι Ελληνοκύπριοι εθνικιστές έσπρωξαν, σε μεγάλο βαθμό, τους Τουρκοκυπρίους στην αγκαλιά της Τουρκίας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα, σε αντίθεση με την τουρκική κοινωνία, ήταν πολύ πιο κοσμική και προοδευτική, μετέχοντας στη νεωτερική εξέλιξη της ευρύτερης κυπριακής κοινωνίας. Η θρησκευτικότητα των Τουρκοκυπρίων ήταν περιορισμένη, μακριά από φανατισμούς και στενόμυαλες προσεγγίσεις. Οι ιμάμηδες δεν είχαν ρόλο, πέραν από τα στενά όρια των θρησκευτικών τους αρμοδιοτήτων. Ακολουθώντας το κεμαλικό δόγμα, η Παιδεία, όπως και η πολιτική, ήταν αυστηρά διαχωρισμένες από τη θρησκεία. Αυτή η προσέγγιση δεν διαφοροποιήθηκε, ούτε όταν στην Τουρκία την εξουσία ανέλαβαν πολιτικοί αντίπαλοι του κεμαλικού κατεστημένου, όπως ο Μεντερές, που επιχείρησε, έστω και δειλά, να αναβιώσει τη θρησκεία ως παράγοντα που επηρεάζει την πολιτική.

Μετά την εισβολή, και κυρίως όσο περνούσαν τα χρόνια χωρίς λύση, οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι συνειδητοποιούσαν ότι το μέλλον και η ζωή τους βρίσκεται με την Τουρκία. Η παρουσία ενός ηγέτη, όπως ο Ερτογάν, που προερχόταν από το πολιτικό ισλάμ, έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Τα κατεχόμενα γέμισαν τζαμιά, ιμάμηδες που διεκδικούσαν ρόλο διαπαιδαγωγητή και μαντήλες.

Παράλληλα, η οικονομία στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου πέρασε σταδιακά στα χέρια του τουρκικού κεφαλαίου, που θησαυρίζοντας, συμπιέζει τους Τουρκοκυπρίους, πολλοί από τους οποίους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, κάνοντας έτσι πιο έντονη την αλλαγή των δημογραφικών συσχετισμών. Έτσι, δημιουργήθηκαν, εκτός των άλλων, και οικονομικά συμφέροντα επιχειρηματικών κύκλων της Τουρκίας, που πριν το 1974 καμιά σχέση δεν είχαν με την Κύπρο. Ως εκ τούτου, τη στιγμή που έπρεπε να δράσουμε και μάλιστα με τη μορφή του κατεπείγοντος, για επούλωση των πληγών του πραξικοπήματος και της εισβολής, εμείς αναλώναμε τη δραστηριότητά μας στην οργάνωση ενός μακροχρόνιου αγώνα, χωρίς να σκεφτούμε πού θα μας έβγαλλε και τι προοπτικές επιτυχίας είχε.

Όλα τα πιο πάνω και πολλά άλλα, θα έπρεπε να αποτελέσουν για μας μαθήματα ιστορίας. Φοβούμαι ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε. Είναι γι’ αυτό που η ίδια νοοτροπία, ο ίδιος μαξιμαλισμός, η ίδια αμετροέπεια, εξακολουθούν να κυριαρχούν, ορθώνοντας τείχη στις προσπάθειες για επίτευξη αποδεκτής λύσης που να μετατρέπει την Κύπρο σε ένα κανονικό κράτος.

Quo Vadis Κύπρος;

Στον κόσμο δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα. Είτε οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν σε διευθέτηση των διαφορών τους ειρηνικά, είτε η ίδια η ζωή δίνει τη λύση. Στο Κυπριακό, από το 1974, αμέσως μετά την εισβολή της Τουρκίας, αποκλείσαμε την ένοπλη επιλογή. Αυτή τη θέση υιοθέτησαν όλες οι κυβερνήσεις της Κύπρου και της Ελλάδας και ασπάστηκε η καταπληκτική πλειοψηφία του κυπριακού και του ελληνικού λαού. Καθοριστικός παράγοντας γι’ αυτή την πολιτική ήταν η αποδοχή της αδυναμίας της Ελλάδας να χειριστεί το Κυπριακό με στρατιωτικούς όρους. Όμως αυτή η επιλογή δεν σημαίνει ότι καθόμαστε αδρανείς και αφήνουμε τον χρόνο να μονιμοποιήσει τα τετελεσμένα. Χρειάζεται αποφασιστικότητα, χρειάζεται θάρρος, χρειάζονται πρωτοβουλίες, χρειάζεται όραμα για να ανατρέψουμε την κατοχή. Χρειάζεται να υπερβούμε τον φόβο, που, εκ των πραγμάτων, ακυρώνει κάθε προσπάθεια για λύση, Χρειάζεται να αναδείξουμε τα οφέλη που οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν από τη λύση του Κυπριακού. Αποτελεί, πλέον, αποδεδειγμένη πραγματικότητα πως, στην Κύπρο, μας φοβίζει εξίσου και η στασιμότητα και η λύση, για να δανειστώ μια φράση του αρθρογράφου Παύλου Μ. Παύλου. Οι περισσότεροι ηγέτες μας ξεκινούσαν πρόθυμα και όταν η διαδικασία έφτανε σε παραγωγικό στάδιο, γίνονταν δυσκοίλιοι. Με τους Τουρκοκυπρίους μπορούμε να είμαστε γενναιόδωροι, γιατί όσο πιο ασφαλείς θα νιώθουν μέσα από τη λύση, τόσο η Τουρκία θα βρίσκεται πιο μακριά από την Κύπρο. Είναι με αυτόν τον τρόπο που θα πετύχουμε την απαγκίστρωση των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία, στην οποία προστρέχουν όσο νιώθουν ανασφαλείς ή υποδεέστεροι. Είναι εύλογο να μας τρομάζει η αβεβαιότητα του καινούργιου. Όμως, αν δεν επιδιώξουμε το καινούργιο, ιδιαίτερα όταν το καινούργιο σημαίνει μετατροπή της Κύπρου σε κανονικό κράτος, σημαίνει περισσότερη ΕΕ, σημαίνει ασφάλεια και κοινωνική ευημερία, τότε θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε με το παλιό, με την κατοχή και τη διχοτόμηση. Όσοι πιστεύουν ότι το στάτους κβο αποτελεί λύση, απλώς βαυκαλίζονται. Γιατί μονιμοποίηση της διχοτόμησης και μάλιστα στη σημερινή πράσινη γραμμή, σημαίνει τη δημιουργία ενός –μόνιμου αυτή τη φορά– συνόρου 183 χιλιομέτρων με την Τουρκία, που θα τέμνει την Κύπρο στη μέση. Και αυτό δημιουργεί τεράστιους κινδύνους σε μια μελλοντική ένταση ή κρίση, όταν πια δεν θα υπάρχουν ειρηνευτές του ΟΗΕ.

Σήμερα καλούμαστε να συνεχίσουμε τον αγώνα για απελευθέρωση της Κύπρου υπό πολύ πιο δυσμενείς συνθήκες και όρους, εν πολλοίς αποτέλεσμα της δικής μας αδυναμίας να προσεγγίσουμε κριτικά την ιστορία μας. Δεν παραγνωρίζω ότι η θέση της Τουρκίας στην περιοχή και τον κόσμο, έχει ισχυροποιηθεί. Η σημερινή Τουρκία είναι εμφανώς ισχυρότερη από εκείνη του 1974. Ο πληθυσμός της αγγίζει τα 100 εκατομμύρια. Διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ, διαθέτει ισχυρή εξοπλιστική βιομηχανία και συμμετέχει στις Συνόδους των G20. Ο ρόλος της είναι γεωπολιτικός και επηρεάζει, κατά τρόπο καθοριστικό, τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας. Αποτελεί την πρωταγωνίστρια των εξελίξεων στη Λιβύη και τη Συρία, και οι Συμφωνίες καθορισμού της ΑΟΖ με τις χώρες αυτές ήδη δημιουργούν τεράστια προβλήματα στην Ελλάδα και την Κύπρο. Το ότι αυτές οι Συμφωνίες παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο δεν έχει καθοριστική σημασία, από τη στιγμή που τόσο η Ελλάδα, όσο και η Κύπρος διστάζουν να προωθήσουν με αποφασιστικότητα την επίλυση των διαφορών από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Συχνά διατυπώνεται το ερώτημα: «Τι θα γίνει εάν καταλήξουμε σε συμφωνία και η Τουρκία δεν την εφαρμόσει;» Με αυτή τη λογική θα πρέπει να παραμείνουμε αδρανείς, μήπως και παρασπονδήσει η Τουρκία. Όμως αυτό δεν είναι λύση, αλλά παράδοση και αποδοχή του στάτους κβο. Αν οποιοσδήποτε παρασπονδήσει, θα υποστεί τις συνέπειες, ιδιαίτερα σε ένα κράτος που είναι μέλος της ΕΕ.

Στην Κύπρο οι δύο πλευρές έμαθαν να ζουν φορτώνοντας τις αποκλειστικές ευθύνες της κακοδαιμονίας τους, η μια στην άλλη. Και οι δύο πλευρές απολυτοποίησαν το δίκαιό τους. Υπό αυτή την έννοια, απέτυχαν να συμφωνήσουν στα πιο βασικά. Ακόμα και όταν υπήρξαν συγκλίσεις –και κατά καιρούς υπήρξαν σημαντικές συγκλίσεις– η εφαρμογή της αρχής ότι τίποτε δεν θα θεωρηθεί συμφωνημένο, μέχρι να συμφωνηθούν όλα τα θέματα, απέτρεψε την οριστικοποίηση των συγκλίσεων, με αποτέλεσμα να ξανανοίγουν συμφωνημένα ζητήματα και στο μεταξύ να κυλά ο χρόνος αναξιοποίητος και να παγιώνει τα τετελεσμένα που επέβαλε ο τουρκικός στρατός. Για τους Ελληνοκυπρίους η ιστορία του Κυπριακού αρχίζει το 1974, ενώ για τους Τουρκοκυπρίους το 1963. Έτσι, με μια μονοκονδυλιά, η κάθε πλευρά διαγράφει τις δικές της ευθύνες και τα δικά της εγκλήματα. Όμως χωρίς αναγνώριση αυτών των ευθυνών και αυτών των εγκλημάτων, είναι αδύνατο να επιτευχθεί ο αναγκαίος συμβιβασμός. Οι δυο πλευρές αντικρίζουν την ΕΕ στο στενό πλαίσιο των μικροσυμφερόντων. Παραβλέπουν το κύριο και το καθοριστικό, ότι η ΕΕ είναι ένα χωνευτήρι διαφορετικότητας και πολιτισμών, που δημιουργεί μιαν εντελώς διαφορετική κουλτούρα και οπτική των εσωτερικών και διεθνών προβλημάτων. Η ΕΕ αποτελεί ένα υπερεθνικό, οιονεί ομοσπονδιακό οργανισμό, μέσα στον οποίο δεν υπάρχει χώρος για εθνικισμό και σοβινισμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι κύριες αιτίες των διακοινοτικών συγκρούσεων και διαφορών του 20ού αιώνα δεν θα βρίσκουν πια πρόσφορο έδαφος να ανθίσουν αλλά, αντίθετα, θα αποτελούν κακοφωνία. Το οριστικό ξεπέρασμα των αλυτρωτισμών και στις δύο πλευρές θα ισοδυναμεί με έμπρακτη και διαρκή συμφωνία να ζήσουν μαζί ειρηνικά, σε ένα κράτος, προτάσσοντας την κοινή κυπριακή τους καταγωγή και ταυτότητα. Κανένας δεν χρειάζεται να απαρνηθεί την εθνική του συνείδηση. Εκείνο που επιβάλλεται είναι να μην την υπερπροβάλλουμε, και μάλιστα σε αντιπαράθεση με τους άλλους, επιδιώκοντας την επιβολή. Ας εγκαταλείψουμε, λοιπόν, τον μικρόκοσμό μας κι ας φανταστούμε τον εαυτό μας ως κομμάτι του κόσμου. Η συμμετοχή μας ως πλήρες μέλος στην ΕΕ μας βοηθά αφάνταστα προς αυτή την κατεύθυνση, φτάνει να υιοθετήσουμε το πραγματικό νόημα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και να αγκαλιάσουμε τις κεντρικές αξίες και αρχές της. Και όχι να τις υιοθετούμε α λα καρτ και κατά πώς μας βολεύει, για να εξυπηρετήσουμε μικροσυμφέροντα.

Τα προβλήματα δεν λύνονται ούτε με άκρατο συναισθηματισμό ούτε με ψευδαισθήσεις. Η Κύπρος διδάχθηκε αυτό το μάθημα με τον πιο σκληρό τρόπο. Υπήρξαν εποχές που ως λαός υποτιμήσαμε τους κινδύνους. Όταν υπήρξαν προειδοποιήσεις ότι, με τη διενέργεια του πραξικοπήματος η Τουρκία θα εισβάλει στην Κύπρο, οι λίγοι μιλούσαν για κινδυνολογία και οι πολλοί, που υποτίθεται ότι συμφωνούσαν με την προειδοποίηση, παρέμεναν θεατές. Οι Κύπριοι, αν θέλουν να πάψουν να είναι αιθεροβάμονες, πρέπει να αναγνωρίσουν μια θεμελιακή πραγματικότητα. Αν το Κυπριακό δεν λυθεί, και μάλιστα σύντομα, μέσα από έναν αμοιβαίο συμβιβασμό, θα λυθεί με τον άλλο τρόπο, εκείνον της αναγνώρισης του στάτους κβο, της προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία, ή της διχοτόμησης. Όσο κι αν διεθνώς δεν είναι επιθυμητή η δημιουργία νέων κρατών με αποσχιστικές ενέργειες και με τη βία, όσο κι αν η προσπάθεια διεθνώς είναι η λύση και η επανένωση της Κύπρου, άλλο τόσο είναι αλήθεια πως στον σημερινό κόσμο υπάρχουν παραδείγματα τέτοιων νέων αποσχιστικών κρατών. Ακόμα και στην ευρωπαϊκή ήπειρο, στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Κατά συνέπεια, οι κίνδυνοι ελλοχεύουν και ο χρόνος εξαντλείται.

*Απόσπασμα από το τελευταίο  βιβλίο του Μιχάλη Παπαπέτρου:  Η πολιτική μου διαδρομή από τους μύθους στην πραγματικότητα. Ο συγγραφέας διατέλεσε, κυβερνητικός εκπρόσωπος στην κυβέρνηση Κληρίδη από το 1999-2003 και Πρόεδρος του κόμματος Ενωμένοι Δημοκράτες, ΕΔΗ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *