Το ζέσταμα της «αποσταμένης ελπίδας»

Όσα πολύτιμα για τον εαυτό μας δεν καταφέρνουμε να αποκτήσουμε τα διεκδικούμε στο επίπεδο της φαντασίωσης. Εκεί τον δοξάζουμε, του αποδίδουμε τις «οφειλόμενες» τιμές, τα όσα έπρεπε ανυπερθέτως να του απονεμηθούν και μια χαιρέκακη τύχη ή η χυδαία πραγματικότητα του αποστέρησε.

Έτσι δικαιωμένος δρέπει τις δάφνες μιας υπέρτατης δικαιοσύνης ο άλλος εαυτός μας. Ο κατατρεγμένος και ταλαιπωρημένος, «ο μονίμως δαρμένος εκτός φάσεως» κατά τους στίχους της ποιήτριας. Πολλές φορές καταφεύγω σε τέτοιες μεθόδους θεραπείας και υπεραναπλήρωσης με τον τρόπο του ποδοσφαίρου. Είτε πραγματοποιώντας θαυμαστές αποκρούσεις κάτω από γκολπόστ και αποκρούοντας βέβαια τέρματα, είτε κατεβαίνοντας ακάθεκτος, σαν τον Αρδίζογλου, με την μπάλα στα πόδια προς την αντίπαλη εστία και εκμηδενίζοντας κάθε αντίπαλο. Μόνο στο τελικό σουτ, σε μια προσπάθεια ίσως αυτοελέγχου και σεβασμού ψυχίων του πραγματικού, ρίχνω την μπάλα προ κενής εστίας, στις κερκίδες, έχοντας ήδη αποσπάσει βεβαίως αρκετές ζητωκραυγές και χειροκροτήματα πριν ακουστεί το αμοδικό αχ! της απογοήτευσης για τη μεγάλη ατυχία μου, ενώ είχε σχεδόν συντελεστεί ο θρίαμβος…

Ατελέσφορες δηλαδή ακροβασίες του νου μπροστά σ’ ένα άσπλαχνο παρόν και στις μικρές ματαιώσεις της καθημερινότητας που επιμένουν να αθροίζονται. Η μπάλα μού έδινε διέξοδο, τη λαμπρή ευκαιρία της διοχέτευσης μιας ενέργειας παραπανίσιας ίσως και άμετρης. Έτσι εκπληρώνονταν η εξισορρόπηση και κάποια αρμονία μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας…

Επειδή από μικρός υπήρξα φανατικός ποδοσφαιρόφιλος και στη συνέχεια ό,τι αποκαλούμε πολιτικό άτομο, είχε συμφιλιωθεί με την ιδιότητα του φανατικού οπαδού και δη του Θρύλου, του Ολυμπιακού, και οι ενοχές μου από νωρίς είχαν αποσβεστεί. Κατέφυγα επομένως στον κόσμο του ποδοσφαίρου, σ’ ένα μικρόκοσμο παιχνιδιού, τον οποίο ένιωθα να αναπαριστά και να αντιπροσωπεύει σ’ ένα βαθύτερο συμβολισμό το παίγνιο της ζωής. Αναλάμβανα ρόλους, τους ολοκλήρωνα, μετείχα σε μια παράσταση βιώνοντας κατ’ αναλογία την παράσταση της πραγματικότητας.

Πέρα όμως από το φανταστικό επίπεδο, τη βίωση του παιχνιδιού και την ανάληψη-πραγμάτωση των ρόλων, υπήρχαν στιγμές που το ποδόσφαιρο εισχωρούσε, διεμβόλιζε την πραγματικότητα διαμορφώνοντας μια νέα πραγματικότητα, δυναμική και μεστή. Με προοπτικές και ποιοτικές μεταλλάξεις του καθημερινού.

Μια τέτοια στιγμή που «ο πολιτικός άνθρωπος» υπερκαλύπτονταν από τον οπαδό, και όχι βεβαίως τον φίλαθλο, που η λαϊκή «μπάλα» ανάγονταν σε μια μορφή κοινωνικής νέμεσης και απόλυτης μεταστοιχείωσης του φαντασιακού στο πραγματικό και το προσδοκώμενο, ήταν εκείνη η μοναδική νίκη της μικτής Α και Β των πειθαρχικών ταγμάτων της Μακρονήσου έναντι της πρωταθλήτριας Ελλάδας, του Ολυμπιακού, εν έτει 1949. «Τον αγώνα παρακολούθησε ο υπουργός Στρατιωτικών κ. Κανελλόπουλος, ανώτεροι αξιωματικοί και πλήθος φιλάθλων, μεταξύ των οποίων μέγας αριθμός στρατιωτικών» διαβάζω στην Καθημερινή της 27.1.1949. Σημειώνω ακόμα από το ίδιο δημοσίευμα: «Προ της ενάρξεως του αγώνος ωμίλησεν ένας ναύτης ως εκπρόσωπος των οπλιτών της Μακρονήσου, ο οποίος διεδήλωσε την ακλόνητον πίστιν των ΑΝΑΝΗΨΑΝΤΩΝ (τα κεφάλαια δικά μου) προς την πατρίδα και ευχαρίστησε τον κ. υπουργό των στρατιωτικών και τους φιλάθλους διά την θερμήν υποδοχήν των».

Διαιτητής του αγώνα ο κύριος Διαμαντόπουλος. Τα γκολ πέτυχαν ο Χατζησταυρίδης του Ολυμπιακού στο δεύτερο λεπτό, κατόπιν κτυπήματος απευθείας φάουλ. Ισοφάρισε στο τριακοστό τρίτο λεπτό ο Ιωαννίδης. Στο δεύτερο ημίχρονο και πέντε μόλις λεπτά προ της λήξεως του αγώνα ο Πατινιώτης πέτυχε το νικητήριο γκολ.

Έτσι ο Ολυμπιακός των Ρωσίδη-Κοτρίδη-Μουράτη ηττήθηκε από τους «ανανήψαντες», τους έγκλειστους της Μακρονήσου, τους ηττημένους του Εμφυλίου, που στις τάξεις τους είχαν και τον Γιώργο Δαρίβα, άξιο συμπαίκτη των Ολυμπιακών και μετέπειτα εκ νέου περίφημο συμπαίκτη τους.

Γι’ αυτόν, για χάρη του, «δώσανε» οι Ολυμπιακοί τον αγώνα και για κάποιον άλλον ακόμη λόγο. Για να υπερασπιστούν τη βαθύτερη ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το αντρίκιο, το φιλότιμο και την περηφάνια τους. Να μια ακόμα στιγμή που ο Ολυμπιακός με κάνει και πάλι περήφανο. Και μάλιστα για μια «ένδοξη» ήττα, για ένα πούλημα αγώνα! Μπροστά στον ίδιο τον υπουργό των νικητών του Εμφυλίου, ο οποίος επαίρονταν για τον «νέο Παρθενώνα», όπως αποκαλούσε το κολαστήριο της Μακρονήσου.

Ήταν η εποχή που αμέτρητα μέλη της ΕΠΟΝ σύρονταν στα ξερονήσια και συγκροτούσαν τα ειδικά πειθαρχικά τάγματα. Σκέπτομαι την έξαλλη οργή των εγκάθετων θεατών, «το μέγα πλήθος των στρατιωτικών», την κρυφή και ανομολόγητη χαρά των παικτών του Ολυμπιακού μαζί με το φόβο της τιμωρίας που τους βελόνιζε την καρδιά, την αγαλλίαση των φυλακισμένων στο μυθικό νησί. Έρχομαι στη θέση του διαιτητή.

Δεν θα έπρεπε αλήθεια να στηθεί ένα άγαλμα γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όπως ακριβώς ο Αθηναίοι είχαν στήσει το άγαλμα των «αγνώστω θεώ», «τω αγνώστω διαιτητή». Πόσο ακριβώς θα πλήρωσε εκείνη την οριακή γι’ αυτόν διαιτησία! Φαντάζομαι επίσης ότι αυτή η ήττα του πρωταθλητή Ελλάδας Ολυμπιακού θα επέδρασε καίρια στον ψυχισμό του υπουργού των Στρατιωτικών και μετέπειτα πρωθυπουργού.

Ο σοβαρός διανοούμενος θα υπερκάλυψε τον συντηρητικό πολιτικό, τα αντιαριστερά του σύνδρομα θα υποχώρησαν. Αν και θα αντιστάθηκε εντός του, θα περιέπεσε σε στοχασμό! Ένα ματς ποδοσφαιρικό συνετέλεσε στην αλλαγή οπτικής όλου του Εμφυλίου και ανέδειξε έκτοτε τον μειλίχιο διανοούμενο πολιτικό που πολλοί συμπαθήσαμε. Γιατί τα ασήμαντα είναι η μαγιά ανάδειξης των σπουδαίων.

Ονειρεύομαι ακόμα ότι γυρίζεται ταινία αυτός ο αγώνας. Η «Επιχείρηση Δούρειος Ίππος», η περίφημη ταινία της δεκαετίας του ’70, με την πλειάδα των διάσημων ηθοποιών που πραγματεύονταν τον αγώνα της Εθνικής Γερμανίας με τους αιχμάλωτους του γερμανικού στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Παρίσι και τη νίκη των φυλακισμένων, θα ήταν ισχνή μπροστά της.

Τι ωραία ταπείνωση για τους επηρμένους στρατοκράτες και τους αδίστακτους διώκτες κάθε λαϊκής έκφρασης και αντίστασης εκείνη την εποχή!

Κι ύστερα, καθώς τους κουβάλησαν νύχτα στα σκεπαστά καμιόνα, την ομάδα της μικτής Μακρονήσου, τους φαντάζομαι να τραγουδούν στους δρόμους της Κοκκινιάς και του Κερατσινίου στο δρόμο προς το λιμάνι του Πειραιά «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά!» Και να το τελειώνουν όλο το επαναστατικό εμβατήριο, καθ’ ον χρόνον μια χρυσή μπάλα ξέφευγε κάτω από τα βαριά καμιόνια και κυλούσε λάμπουσα σε ένα στενό και σκοτεινό δρομάκι, μπροστά στα ερμητικά κλειστά παράθυρα της λαϊκής συνοικίας που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα…

Στο στρατόπεδο, μετά, στο Μακρονήσι, πίσω από τα συρματοπλέγματα, όλοι θα τάραξαν στη σφαλιάρα εκείνο τον μικρόσωμο ναύτη που μίλησε «εκ μέρους των ανανηψάντων» και τους δούλεψε τόσο υπέροχα, αποκαλώντας τον χαϊδευτικά «μπαγάσα». Κι αυτός θα γελούσε μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του… Κι όταν κοιμήθηκαν όλοι μαζί γαληνευμένοι στο φοβερό στρατόπεδο, οι παίκτες της μικτής Μακρονήσου, των πειθαρχικών ταγμάτων, ποιος θα μπορούσε να περιγράψει το δέος του σκοπού, του ένοπλου φρουρού τους.

Με την ξιφολόγχη στο τυφέκιο και επάνω στη λόγχη μια φωτεινή μπάλα ποδοσφαίρου, μια στρογγυλή θεά, ωσάν φεγγάρι ολόγεμο…

Έτσι η πολιτική, η δράση, η κοινωνική απελευθέρωση, η επανάσταση, η ανατροπή, και άλλες έννοιες προσφιλείς, παίρνουν μια άλλη υπόσταση, περισσότερο πραγματική και εφικτή.

Το ζέσταμα της «αποσταμένης ελπίδας». Επωάζει την ατομική νίκη που θα αποβεί αύριο συλλογική. Ένα υπέροχο γκολ στα δίχτυα της ματαίωσης κατευθείαν στα δίχτυα του θανάτου.