Μια ανατρεπτική ματιά – της Άννας Διαμαντοπούλου

Μια ανατρεπτική ματιά

Με την παρουσίαση ενός βιβλίου μπορεί κάποιος να αναλύσει τις δικές του σκέψεις πάνω στις σκέψεις του συγγραφέα, να εκφράσει τη συμφωνία του ή τη διαφωνία του ή απλά να περιγράψει το πώς προσλαμβάνει αυτό το βιβλίο.

Εγώ θα προσπαθήσω να κάνω το τελευταίο. Γιατί για το πώς προσλαμβάνεις ένα βιβλίο και το πώς προσλαμβάνεις τις σκέψεις κάποιου, παίζει πάντοτε μεγάλο ρόλο και η γνωριμία μαζί του.

Η σκέψη του Γιώργου Πανταγιά, δεν μου ήταν καθόλου άγνωστη. Άλλωστε γνωριζόμαστε πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Μαζί βρεθήκαμε στον Τομέα Διαφώτισης του ΠΑΣΟΚ. Τότε που το κόμμα ήταν ένας χώρος προβληματισμού και αναζήτησης. Ως εκ τούτου η σκέψη του δεν μου είναι καθόλου άγνωστη.

Θα έλεγα όμως ότι αυτό που πάντα με εκπλήσσει, είναι η γλώσσα του. Η γλώσσα του, που έχει μια σημαντική λογοτεχνική δυνατότητα, παρουσιάζεται ως ένας έντονα λογοτεχνικός οίστρος σε κάποιες φάσεις. Προσδίδει κάποιες πολιτικές σκέψεις και απόψεις με έναν πολύ άμεσο και γοητευτικό -θα έλεγα- τρόπο. Και είναι ενδιαφέρον σ’ ένα πολιτικό βιβλίο, να γίνονται αναφορές από τον Ελύτη μέχρι τον Έλιοτ που μέσα από έναν ποιητικό, πολλές φορές, τρόπο, προσεγγίζονται πολιτικά πράγματα.

Κατά την ανάγνωση του βιβλίου πρόσεξα πως «τα διάφανα τείχη» παρουσιάζονται μόνο σε ένα σημείο. Μιλά για τα διάφανα τείχη του παρελθόντος. Λέει κάπου πως «τα τείχη του παρελθόντος είναι πλέον διάφανα». Ωστόσο εγώ τα είδα σε κάθε σελίδα. Διαβάζοντας το βιβλίο, βλέπει κανείς τα «διάφανα τείχη» παντού.

Το βιβλίο είναι μια πολιτική εξερεύνηση. Μια ιδεολογική και πολιτική εξερεύνηση, στο σημερινό σκηνικό της Ελλάδας. Βεβαίως, μέσα στον ευρωπαϊκό της χώρο, μέσα στην παγκόσμια σκηνή.

Τα «διάφανα τείχη» είναι παντού. Είναι αυτά που κλείνουν ιδέες, απόψεις, συμπεριφορές, αλλά και μνήμες. Είναι αυτά που επιτρέπουν στο φως να περάσει μέσα τους και κάνουν εκείνους που βρίσκονται πίσω τους, να νομίζουν ότι υπάρχουν, επειδή φαίνονται. Αλλά στην ουσία, συρρικνώνονται οι ίδιοι, αποστεώνονται, απομακρύνονται, δοκιμάζουν την εσωστρέφειά τους και ουσιαστικά κάνουν κακό στην ίδια τη χώρα.

Υπάρχουν μέσα στο βιβλίο πολλά τέτοια ζεύγη, που χωρίζονται από τα «διάφανα τείχη».

Είναι φυσικά το παρελθόν και το μέλλον. Είναι η ασφάλεια της συνέχειας, με αυτό που ονομάζεται στρατηγική της καινοτομίας. Είναι η αντίληψη του έθνους. Το έθνος φολκλόρ, το έθνος που παίζει με τα σύμβολα. Και τελικά αυτό που μετρά είναι η πραγματική, εξελισσόμενη δυναμική του έθνους.

Είναι τα διάφανα τείχη στο κόμμα. Το κόμμα του λενινιστικού προτύπου. Και από την άλλη μεριά, το νέο κόμμα, με χαρακτηριστικά της διαδικτυακής εποχής. Είναι τα τείχη του λόγου. Ο λόγος-μύθος, ο ξύλινος λόγος, της αερολογίας. Και από την άλλη, αυτού που το βιβλίο καλεί «τεχνικό δελτίο της πολιτικής». Δηλαδή, η ανάγκη συγκεκριμένων προτάσεων, συγκεκριμένων στόχων, συγκεκριμένου προϋπολογισμού και δεσμεύσεων.

Είναι το κόμμα του συλλογικού διανοούμενου, απέναντι στο κόμμα του συλλογικού κομματάρχη. Είναι τα γυάλινα τείχη ανάμεσα στην πολιτική της περιγραφής μεγάλων και ιδεατών οραμάτων, και ανάμεσα στις μικρές και καθημερινές ανάγκες, που πρέπει να καλύπτονται.

Είναι τα γυάλινα τείχη ανάμεσα στις ηγετικές ομάδες – όχι μόνο των κομμάτων. Στις ηγετικές ομάδες της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνίας. Στις ομάδες που είναι ηγετικές, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να είναι. Και σε εκείνες που θα έπρεπε να είναι και δεν θέλουν, διότι αυτού του είδους η ηγεσία, δεν τους προσελκύει πλέον.

Το τελευταίο κεφάλαιο έχει τη λέξη ανατροπή. Και φαίνεται πως η ανατροπή και η προσέγγιση της νέας Ελλάδας δεν μπορεί παρά να γίνει μέσα από το σπάσιμο όλων αυτών των γυάλινων τειχών που υπάρχουν ακόμη γύρω μας.

Ο Γιώργος Πανταγιάς διατυπώνει, στο τελευταίο κεφάλαιο, την πίστη του ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να σαρώσει και να διαλύσει όλα τα γυάλινα τείχη. Η μεγαλύτερη δύναμη που επέδειξε όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι έχει μέσα του, τη δύναμη της ανατροπής, της αμφισβήτησης και της αναθεώρησης..

Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν τρία σημεία τα οποία κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά επίκαιρα. Το πρώτο είναι η Κεντροαριστερά, το δεύτερο το ζήτημα της διαφθοράς και το τρίτο, η σχέση της πολιτικής με την επιχειρηματικότητα.

Τα συγκεκριμένα ζητήματα έρχονται και επανέρχονται στην επικαιρότητα χωρίς να έχουν δοθεί ακόμη επαρκείς απαντήσεις. Πάντως η πένα του συγγραφέα είναι βουτηγμένη μέσα στο σήμερα και κατανοεί πολύ καλά και αυτό που γίνεται, αλλά και εκείνο που έρχεται.

Το βιβλίο στέκεται ιδιαίτερα στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Διαβάζοντάς το κάποιος αντιλαμβάνεται την ανάγκη συνεργασίας όλων των δυνάμεών της και πώς αυτή μπορεί να επεκταθεί έως την κορυφή. Ταυτόχρονα διαπιστώνει την ανάγκη πολιτικού συμβολαίου και προγραμματικής συμφωνίας σε συγκεκριμένα ζητήματα.

Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι ο ιστορικός και γεωγραφικός παραλληλισμός με τα επιτυχημένα ή όχι πάντα επιτυχημένα, σχήματα της Κεντροαριστεράς στην Ευρώπη. Το ιταλικό μοντέλο, το γαλλικό μοντέλο, το γερμανικό μοντέλο, το καθένα με την ιστορική του επικαιρότητα. Βλέπουμε κόμματα να συνασπίζονται μέσα από το γενικότερο κεντροαριστερό πλαίσιο να παίρνουν την εξουσία και να την διατηρούν.

Εκεί γίνεται σαφής και η προϋπόθεση: Ιστορική προϋπόθεση είναι ότι πρέπει να υπάρχουν κόμματα και δυνάμεις, ώστε να συνασπιστούν. Και τα συγκεκριμένα κόμματα πρέπει να έχουν διακριτό λόγο, διακριτή παρουσία, αλλά και να καταγράφονται στο εκλογικό σώμα. Κι αυτό είναι ένα από τα προβλήματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, έτσι όπως διαμορφώνεται σήμερα.

Το τρίτο σημείο που θα αγγίξω, είναι από ποια θέση, γράφει ο Γιώργος Πανταγιάς, αυτό το βιβλίου. Δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν άνθρωπο που είχε πάντοτε, έντονες δικές του ιδέες, έντονη δική του άποψη της πραγματικότητας, να βρίσκεται στο πρωθυπουργικό περιβάλλον.

Νομίζω ότι για κανέναν δεν είναι εύκολο. Μιας και το να βρίσκεσαι στον συγκεκριμένο χώρο, απαιτεί μια συγκεκριμένη δεοντολογία, έναν συγκεκριμένο ρόλο. Και δεν είναι εύκολο -πολλές φορές δεν είναι και επιτρεπτό- να εκφράζει κανείς, τις δικές του απόψεις.

Νομίζω ότι ο Γιώργος Πανταγιάς από την ημέρα που βρέθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου, κατάφερε με ισορροπημένο τρόπο, να διατηρήσει την αυτόνομη παρουσία του. Και θυμίζω κάτι που είχε ειπωθεί πριν από λίγα χρόνια: Η σχέση με την εξουσία, στο ύψος της, στο επίπεδο της, είναι σχέση με τη φωτιά, όταν ανάβεις το τζάκι και είσαι πολύ κοντά, καίγεσαι, όταν είσαι πολύ μακριά, παγώνεις. Πρέπει να βρεις το σωστό τρόπο, τη σωστή απόσταση, ώστε να μπορείς να υπάρχεις και σαν άτομο.

Όπως ο ίδιο συνηθίζει να λέει χρειάζεται πάντα μια ιδανική απόσταση
Και ο Γιώργος Πανταγιάς από τη συγκεκριμένη θέση όλα αυτά τα χρόνια και με το βιβλίο αυτό, φαίνεται ότι πραγματικά διατηρεί τη δική του άποψη με δύο όμως στοιχεία που πρέπει, νομίζω, να υπογραμμιστούν:

Το πρώτο είναι η σαφής πίστη του στη δυναμική, στον ρόλο και στην προσωπικότητα του Κώστα Σημίτη ως πολιτικού και ως διανοούμενου. Παρά τις επιμέρους κριτικές που ασκεί στον εκσυγχρονισμό και στην υλοποίησή του, φαίνεται με πάρα πολύ σαφή τρόπο η δική του προσωπική πίστη.

Το δεύτερο είναι ότι το βιβλίο δεν είναι γραμμένο από έναν ουδέτερο πολιτικό αναλυτή. Δεν είναι γραμμένο από έναν ουδέτερο διανοούμενο, ο οποίος κρίνει τα πολιτικά πράγματα μακρόθεν. Είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο, ο οποίος ανήκει σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, το ΠΑΣΟΚ. Αυτόν τον χώρο, από την αρχή μέχρι τέλους του βιβλίου, δείχνει ότι τον πιστεύει και τον αγαπά.

Κάνει πολύ σοβαρή και πολύ σημαντική κριτική. Όμως, νομίζω -και είναι κάτι που λείπει στην εποχή μας, γιατί όλοι πολύ εύκολα μπορούμε να κρίνουμε και να εκφράσουμε τις απόψεις μας για το τι πρέπει να γίνει και το τι δεν έγινε-  πως είναι σημαντικό κάποιος να ξεκινά με αφετηρία τον δικό του χώρο, να αναγνωρίζει τα λάθη του, αλλά κυρίως να αναδεικνύει και τα σημαντικά στοιχεία, τόσο του παρελθόντος σαν απολογισμού, όσο και του μέλλοντος σαν προοπτική.

Και επαναλαμβάνω τελειώνοντας ότι αυτό που διαφαίνεται με σαφήνεια στο βιβλίο, είναι η ανατροπή την οποία χρειάζεται το νέο ΠΑΣΟΚ, και την οποία θα χρειάζεται  στο διηνεκές. Διότι συνεχώς χρειάζονται νέες ιδέες, νέοι άνθρωποι, νέα σχήματα. Η ανατροπή αυτή προκύπτει μέσα από τη μοναδική δυναμική του ΠΑΣΟΚ να αμφισβητεί ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του, να ανατρέπει τον ίδιο τον εαυτό του, προκειμένου να κάνει το επόμενο βήμα.

Βιβλιοπαρουσίαση της πρ. υπουργού κυβερνήσεων Σημίτη και πρ. Ευρ. Επιτρόπου Α. Διαμαντοπούλου στην εκδήλωση στη Στοά του Βιβλίου στην Αθήνα,  στις 11 Μαρτίου 2002