Μια νέα κεντροαριστερά κόντρα στον κοινωνικό και πολιτικό συντηρητισμό – του Πέτρου Κουναλάκη

Μια νέα κεντροαριστερά κόντρα στον κοινωνικό και πολιτικό συντηρητισμό

Το βιβλίο του Γιώργου Πανταγιά αποτελεί κατά τη γνώμη μου μια σημαντική συμβολή στον θεωρητικό, αλλά και στον πολιτικό διάλογο που διεξάγεται με ένταση σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες για τα κρίσιμα προβλήματα της σημερινής εποχής. Δυστυχώς, όμως στην Ελλάδα, ο διάλογος αυτός βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο.

Θα έλεγα πως είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αρνούνται να προχωρήσουν συλλογικά, συνολικά και τολμηρά στις αναγκαίες ιδεολογικές και προγραμματικές τομές, προκειμένου να εναρμονιστούμε με τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και της κοινωνίας και των πολιτών.

Θα στενοχωρήσω λίγο τον φίλο μου Γιώργο Πανταγιά, καθώς φοβούμαι ότι τα εκσυγχρονιστικά και ανανεωτικά σκιρτήματα τα οποία υπήρξαν, όχι μόνο στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, εγκαταλείπονται το τελευταίο χρονικό διάστημα στον βωμό του μικροκομματικού οφέλους και μιας μακράς προεκλογικής αντιπαράθεσης. Και επίσης θα έλεγα ότι ο εκσυγχρονισμός, τον οποίο θεωρώ απολύτως αναγκαίο, σταδιακά, έχει ταυτιστεί λίγο με την κοινωνική αναλγησία και αδιαφορία.

Αυτό είναι εξαιρετικά αρνητικό, διότι για μένα η χώρα έχει ανάγκη να εκσυγχρονιστεί. Αλλά αυτός ο εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να είναι κοινωνικά ουδέτερος. Διότι τη δεκαετία του ’80 και η Μάργκαρετ Θάτσερ θεωρήθηκε εκσυγχρονίστρια, όμως αποδόμησε το κοινωνικό κράτος και δημιούργησε τεράστια προβλήματα στους εργαζόμενους.

Επομένως, ο εκσυγχρονισμός ή θα είναι προοδευτικός, βαθιά ανθρώπινος και ευαίσθητος ή δεν θα υπάρξει. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο πρέπει όλοι να προσέξουμε, όσοι υπερασπιζόμαστε αυτή την πρόοδο στην Ελλάδα.

Εγώ συμφωνώ απολύτως με τον Γιώργο τον Πανταγιά και τον θεωρώ εξαιρετικά τολμηρό. Γιατί είναι ένας άνθρωπος που, ενώ βρίσκεται κοντά στον Πρωθυπουργό,  τολμά να κάνει μια τόσο αυστηρή κριτική στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και στο κόμμα στο οποίο ανήκει. Και βεβαίως με αυτή την κριτική υπερθεματίζω. Λέω ότι αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, τότε θα διαιωνίζεται το θλιβερό φαινόμενο που βιώνουμε σήμερα, την αποστροφή των πολιτών απέναντι στην πολιτική. Και θα περιμένουμε πολλά χρόνια για να επιστρέψει η πολιτική. Και δυστυχώς μπορεί τελικά να είναι και μια ανεκπλήρωτη προσδοκία.

Τα πολιτικά κόμματα, αν παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, πολύ σύντομα θα είναι ανίκανα να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία στον αναγκαίο εκσυγχρονισμό και σε μια παράλληλη πορεία με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κι όχι μόνο αυτό. Εάν δεν υπάρξει ανανέωση των κομμάτων κι αν δεν καταστεί εφικτή η λεγόμενη επιστροφή της πολιτικής στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται ο Γιώργος ο Πανταγιάς και όντως είναι εξαιρετικά αναγκαία, θα ενισχύεται ο κοινωνικός και ο πολιτικός συντηρητισμός, ο οποίο ευδοκιμεί πάντοτε σε κοινωνίες με αδιάφορους και αδρανείς πολίτες. Ταυτόχρονα, θα ενδυναμωνει κι ο ευρωσκεπτικισμός. Ένα άλλο θλιβερό φαινόμενο, το οποίο εμφανίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Θα εντείνονται τα φαινόμενα της ξενοφοβίας και του εθνικισμού, που επίσης παρατηρούνται συχνά σε πολλές κοινωνίες της Ευρώπης.

Και θα ενισχυθεί κι ο ρόλος του αιώνιου αντιπάλου μου του κυρίου Χριστόδουλου, ο οποίος όπως είδατε -και τούτο δεν είναι άσχετο με αυτά τα οποία συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία- μας προειδοποίησε ότι την Κυριακή πριν από τις εκλογές θα αποστείλει ερωτήματα σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου για όλα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και θα πράξει ανάλογα με τις απαντήσεις που θα δοθούν.

Ξέρετε αυτό είναι μια αντιγραφή του ρόλου της Καθολικής Εκκλησίας. Είναι πρωτοφανής ρόλος για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όμως ο κύριος Χριστόδουλος είναι αποφασισμένος να προχωρήσει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο και έχει άμεση σχέση με την κατάσταση της κοινωνίας. Και το χειρότερο, δεν υπάρχει και καμιά αντίδραση. Πέρασε έτσι.

Το βιβλίο -τονίζει ο Γιώργος Πανταγιάς- αναφέρεται στο σύνολο σχεδόν των νέων προβλημάτων με τολμηρές προτάσεις και ιδέες. Θα περιοριστώ επιγραμματικά σε ορισμένα μόνο θέματα και θα επιχειρήσω να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις αλλά και κάποιες διαφωνίες που έχω με τις απόψεις του.

Πρώτα πρώτα, θα αναφερθώ στην παγκοσμιοποίηση, στην ηγεμονία της οικονομίας απέναντι στην πολιτική και στα προβλήματα της διαφθοράς και της διαπλοκής. Πρόκειται για τεράστια ζητήματα που απασχολούν πάρα πολλές κοινωνίες. Νομίζω ότι όλα συνδέονται μεταξύ τους.

Δεν συμφωνώ καθόλου, παρ’ όλο που συμπαθώ ιδιαίτερα το μαζικό κίνημα που αναπτύχθηκε κατά της παγκοσμιοποίησης, με το σύνολο των αιτημάτων του. Ούτε με τη δαιμονοποίηση του φαινομένου. Η παγκοσμιοποίηση είναι μια αντικειμενική διαδικασία, την οποία είχε περιγράψει ήδη ο Μαρξ πριν από ενάμισι, δύο αιώνες. Βεβαίως υπάρχουν εξαιρετικά αρνητικές πλευρές στο φαινόμενο, αλλά υπάρχουν και θετικές πλευρές.

Οι αρνητικές πλευρές, όπως η κυριαρχία της οικονομίας και οι τεράστιες ανισότητες πολιτισμικές, οικονομικές και άλλες που επικρατούν στη βάση αυτής της κυριαρχίας, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν πια σε εθνικό επίπεδο. Αυτό μας συστήνει άλλωστε και ο Χάντερ. Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος και πολιτικός επιστήμονας υποστηρίζει ότι για να μπορέσει η Ευρώπη  να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, πρέπει να προχωρήσει στην ενοποίησή της. Μόνο ως ένας ενιαίος χώρος οικονομικός και πολιτικός μπορεί να αντισταθεί και να ελέγξει τις αρνητικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης.

Το δεύτερο που ήθελα να πω είναι πως το πρόβλημα της διαφθοράς και της διαπλοκής έχει άμεση σχέση με την ηγεμονία της οικονομίας. Και όπως ανέφερα και πριν δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Γιατί καμιά φορά εμείς λειτουργούμε με επαρχιώτικους όρους. Νομίζουμε ότι μόνο εμείς είμαστε και κανένας άλλος. Υπάρχει στο «Σπίγκελ» της τελευταίας εβδομάδας, εξώφυλλο «Η δημοκρατία του λαδώματος». Και τεράστια έρευνα μέσα που αναφέρεται Γερμανία. Σε πάρα πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουμε αυτό το πρόβλημα. Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε θεσμούς διαφάνειας και να ελέγξουμε όλα αυτά τα φαινόμενα. Και βεβαίως να μην έχουμε αυταπάτες. Εάν δεν ελεγχθεί η κυριαρχία της οικονομίας πάνω στην πολιτική και αν δεν αντιμετωπισθεί αποφασιστικά το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, ό,τι και αν κάνουμε και διαπλοκή θα υπάρχει και διαφθορά θα υπάρχει και λάδωμα και μίζες.

Τρίτον, ο Γιώργος ο Πανταγιάς -το είπα και πριν- διατυπώνει και κριτικές σκέψεις για την κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ. Ζητάει από το κόμμα στο οποίο ανήκει τομές και αλλαγές, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι έχουν γίνει πολλά. Εγώ, Γιώργο, δεν θα συμφωνήσω με αυτή την εκτίμηση. Δεν λέω ότι δεν έγινε τίποτε, αλλά δεν έχουν γίνει πολλά.

Κατά τη γνώμη μου μετά το 1996 επιχειρήθηκαν πράγματι ορισμένες ανανεωτικές τομές. Δυστυχώς, όμως αυτές σταδιακά εγκαταλείπονται και το ΠΑΣΟΚ προσανατολίζεται σε μια αντιπαράθεση, κυρίως με τη Νέα Δημοκρατία, με πολύ παραδοσιακές μορφές. Και διαπιστώνω, δυστυχώς, μια αναδίπλωση, μια εγκατάλειψη των αναγεννητικών εκείνων προσπαθειών που με είχαν βρει απολύτως σύμφωνο και ήλπιζα πάρα πολύ σ’ αυτές. Εάν συνεχιστεί η συγκεκριμένη διαδικασία, θα είναι ολέθρια για το μέλλον όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ, αλλά του συνόλου της Αριστεράς, καθώς και της χώρας.

Άφησα τελευταίο ένα ιδιαίτερα κρίσιμο για εμένα θέμα. Το πρόβλημα της ενότητας και της συνεργασίας των δυνάμεων της Αριστεράς, της Κεντροαριστεράς – όπως θέλετε πείτε το. Ορθώς νομίζω ότι ο Γιώργος ο Πανταγιάς, αφιερώνει στο βιβλίο του ένα μεγάλο μέρος σ’ αυτό το ζήτημα. Είναι ιδιαίτερα κρίσιμο γιατί από την εξέλιξή του θα εξαρτηθεί, ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις θα ηγεμονεύσουν στο μέλλο. Από την θετική έκφραση αυτής της προσπάθειας θα εξαρτηθεί και η πιθανή νέα δυναμική και έμπνευση των πολιτών, καθώς και η ευόδωση της προσπάθειας για την επιστροφή της πολιτικής.

Σε σχέση με αυτό το θέμα θα έλεγα να ρίξουμε μια ματιά καταρχάς στην Ευρώπη. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Εγώ, μελετώντας το τι συμβαίνει σ’ όλες τις χώρες, διαπιστώνω μια υποχώρηση της Κεντροαριστεράς. Ύστερα από μια περίοδο ηγεμονίας της, η οποία κράτησε περίπου μια δεκαετία ή, τέλος πάντων, έξι – επτά χρόνια. Και υπάρχει το ενδεχόμενο να επιστρέψουμε σε μια κυριαρχία της Δεξιάς, όπως στη δεκαετία του ’80, που ήταν πρωταγωνίστρια η Μάργκαρετ Θάτσερ.

Κοιτάξτε, τα τελευταία χρόνιαμ έχουμε νίκες της Δεξιάς στην Ισπανία δυο φορές, του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, της Κεντροδεξιάς στην Πορτογαλία. Κα είναι πιθανόν να συμβεί το ίδιο και στη Γερμανία που έχει εκλογές σε λίγους μήνες, καθώς και στην Ελλάδα και σε ορισμένες σκανδιναβικές χώρες. Οπότε μέσα σε δυο, τρία χρόνια είναι δυνατόν να έχει αλλάξει πλήρως ο ο πολιτικός χάρτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες.

Νομίζω ότι οι λόγοι αυτής της αλλαγής, είναι αρκετοί. Αλλά εγώ απλώς τώρα, επειδή δεν έχουμε και χρονο να μιλήσουμε, αρκούμαι στο να καταθέσω αυτήν τη διαπίστωση. Το θέμα και το ερώτημα για την Ελλάδα -γιατί αυτό με ενδιαφέρει-  είναι το εξής: Θα αρκεστούμε οι δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς στην καταγραφή και στη μοιρολατρική αποδοχή αυτής της εξέλιξης; Ή θα αντιδράσουμε;

Εδώ συμφωνώ με τον Γιώργο Πανταγιά, που υποστηρίζει, βέβαια, την δεύτερη εκδοχή. Και εκεί ουσιαστικά, διατυπώνει τις ιδέες και τις απόψεις του. Το θέμα είναι, τι πρέπει να κάνουμε. Γιατί τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.

Το ΠΑΣΟΚ έχει εθιστεί στη μονοκομματική άσκηση της εξουσίας δυο ολόκληρες δεκαετίες. Πολλά στελέχη του διαπνέονται από μια συμπεριφορά που θα την χαρακτήριζα αλαζονική. Προσωπικά βρίσκω την πρόταση Λαλιώτη, που ελπίζω να είναι πρόταση ολόκληρου του Κόμματος ενδιαφέρουσα και σοβαρή.

Αλλά υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα: Υιοθετείται από το σύνολο του ΠΑΣΟΚ; Είναι έτοιμη η ηγεσία να συζητήσει ένα πρόγραμμα, που θα κληθεί να εφαρμόσει μια συμμαχική κυβέρνηση; Ή θεωρεί το σύνολο της πολιτικής της μονόδρομο; Πιστεύει ότι πρέπει να υπάρξουν τομές, στην ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, για να μειωθούν οι μεγάλες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες;  Αυτό δηλαδή που είπα, όλη η Αριστερά μαζί, τουλάχιστον το τμήμα της εκείνο που θέλει, μπορούμε να προχωρήσουμε σε έναν εκσυγχρονισμό με ανθρώπινο πρόσωπο;

Θεωρεί το ΠΑΣΟΚ ότι ο δικομματισμός έφθασε στο τέλος του και ότι πρέπει να κινηθούμε σε άλλου είδους διακυβέρνηση της χώρας; Δέχεται για παράδειγμα την αλλαγή του εκλογικού νόμου, ώστε να διευκολυνθούν οι συμμαχικές κυβερνήσεις και να τερματιστούν οι κοινοβουλευτικές αυτοδυναμίες, με χαμηλά εκλογικά ποσοστά; Η ιδέα του διπολισμού, την οποία εγώ ασπάζομαι, συμπεριλαμβάνει τον σεβασμό στην αυτονομία και των άλλων κομμάτων της Αριστεράς; Ή ο όρος χρησιμοποιείται -γιατί δυστυχώς γίνεται και αυτό από ορισμένους- για να περιγράψει τις μικρότερες δυνάμεις της Αριστεράς, ως δορυφορικά σχήματα του ΠΑΣΟΚ; Αυτά είναι μερικά καίρια ερωτήματα, τα οποία πρέπει από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος να απαντηθούν.

Ταυτόχρονα, όμως υπάρχουν και προς την Αριστερά μεγάλα ερωτήματα, τα οποία και εγώ ως στέλεχος του Συνασπισμού, ρωτάω. Θα μιλήσω για τον Συνασπισμό. Γιατί πιστεύω πως αν πραγματικά το επιθυμεί μπορεί να είναι χρήσιμη πολιτική δύναμη και να παίξει ένα ρόλο στο μέλλον.

Πρώτον: Να ξεκαθαρίσουμε ένα κρίσιμο θέμα για εμένα που αφορά το σύνολο της ιστορικής Αριστεράς. Πρέπει να αποδεχτούμε εμείς οι αριστεροί ότι το ΠΑΣΟΚ -ανεξάρτητα από τις διαφωνίες που μπορεί να έχουμε με τις ασκούμενες πολιτικές του- αποτελεί δύναμη της ευρύτερης Αριστεράς. Δημιουργήθηκε εδώ και περίπου τριάντα χρόνια στην Ελλάδα ένα μεγάλο σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Κι τούτο έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία για το πώς η Αριστερά θα πολιτευτεί απέναντι στο ΠΑΣΟΚ.

Δεύτερον: Οφείλει η παραδοσιακή Αριστερά να αποδεχτεί την ιδέα της ανάληψης ευθυνών στη διακυβέρνηση της χώρας. Οχι για την κατάληψη κάποιων υπουργικών θώκων, όπως ιδεολογούν ορισμένοι όταν γίνεται μια τέτοια συζήτηση: «Τι θέλετε τώρα; Να έχετε δυο τρεις υπουργούς; Αυτό είναι το πρόβλημα για την Αριστερά; Να έχει δυο τρεις υπουργούς;» Αλλά για να υλοποιηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι ιδέες και οι ευαισθησίες της Αριστεράς και κυρίως της Ανανεωτικής.

Ο Συνασπισμός οφείλει να προχωρήσει τολμηρά στην προγραμματική του ανανέωση. Πρέπει να αποτινάξει από πάνω του τα αρνητικά βαρίδια που σέρνει από το παρελθόν του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτό τον αφόρητο κρατισμό. Μια υπεράσπιση παραδοσιακή και παρωχημένη των αιτημάτων που σήμερα λειτουργούν σε βάρος των κοινωνικών στρωμάτων που επιθυμούμε να εκφράσουμε.

Ειλικρινά πολλές φορές λεω ότι οι θέσεις που υπερασπίζεται η Αριστερά για να υποστηρίξει αιτήματα κλάδων εργαζομένων, λειτουργεί ουσιαστικά σε βάρος των ίδιων των εργαζομένων. Αυτό είναι τραγικό και δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει πολλές φορές στον χώρο μας.

Ο Γιώργος Πανταγιάς στο βιβλίο του διατυπώνει πολλές τολμηρές και ενδιαφέρουσες απόψεις για την Κεντροαριστερά και το μέλλον της, το διπολισμό και τη συγκρότησή του. Εγώ συμφωνώ με το σύνολο σχεδόν αυτών των ιδεών, αλλά θέλω να είμαι ρεαλιστής.

Στη σημερινή φάση, κατά την οποία επικρατεί μια αμοιβαία καχυποψία, χωρίς να εγκαταλείπουμε το όραμα και τις στρατηγικές επιδιώξεις, η βασική μας στόχευση πρέπει να είναι η αλλαγή του κλίματος, η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης που θα καταστήσει δυνατό τον διάλογο για τη συνεργασία.