Η ισχύς αυτών των δυνάμεων έγινε εμφανής με την πλήρη εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, την οποία ακολούθησε η επανεκλογή του Τραμπ πέρυσι. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μικροδιαφορές μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ ξεχάστηκαν γρήγορα, και αντικαταστάθηκαν από μια νέα στρατιωτική αλληλεγγύη με την Ουκρανία και μια νέα συλλογική προσπάθεια για την επίτευξη αλληλεγγύης στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η νέα, σκληρή πραγματικότητα – προσωποποιημένη από τον Πούτιν – ανάγκασε όλους τους Ευρωπαίους (είτε εντός είτε εκτός της ΕΕ) να επιστρέψουν στο ίδιο γεωπολιτικό καράβι. Οσον αφορά την ασφάλεια, οι Ευρωπαίοι έχουν κοινό συμφέρον. Η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι εξίσου ευάλωτα στις επιπτώσεις της ρωσικής στρατιωτικής επιθετικότητας με την Πολωνία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Οι ευρωπαίοι ηγέτες και οι περισσότεροι πολίτες κατανοούν ότι, αν ο Τραμπ τερμάτιζε την εγγύηση ασφάλειας της Αμερικής και απέσυρε τα αμερικανικά στρατεύματα, η Ευρώπη θα έπρεπε να υπερασπιστεί μόνη της τα σύνορά της – και την ίδια της την ύπαρξη.

 

Απειλούμενη από τον Πούτιν και πιεζόμενη από τον Τραμπ, η Ευρώπη πρέπει να βρει έναν τρόπο να αναπτύξει τις δικές της ανεξάρτητες αμυντικές δυνατότητες. Δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η Αμερική, υπό τον Τραμπ, είναι ουσιαστικά αναξιόπιστη. Πρέπει να υπάρχει ένα plan B. Ολες οι ευρωπαϊκές χώρες, είτε εντός είτε εκτός της ΕΕ, πρέπει να επανεξοπλιστούν και να αναπτύξουν σχέδια για δύο σενάρια: ένα με την Αμερική στο κάδρο και ένα χωρίς.

*Ο Γιόσκα Φίσερ, υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας μεταξύ 1998 και 2005, ήταν ένας από τους ηγέτες των Γερμανών Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια.