Του Γιόσκα Φίσερ*
Παρακολουθούμε τη χαοτική ανάδυση μιας νέας παγκόσμιας τάξης, και η διαδικασία αυτή καθοδηγείται από τρεις ηγέτες φανερά εχθρικούς προς την ΕΕ: τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν και τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ. Η νέα αυτή τάξη θα έχει ελάχιστα κοινά με εκείνη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που κυριάρχησε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Παρότι οι βασικοί εθνικοί πρωταγωνιστές παραμένουν οι ίδιοι, οι ρόλοι τους έχουν αλλάξει, όπως και το αντίστοιχο πολιτικό και οικονομικό τους βάρος.
Αντί για τη βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη που διαμόρφωσαν οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα δούμε μια τάξη βασισμένη στην ισχύ, διαμορφωμένη αποκλειστικά από τη γεωπολιτική. Αντί για παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο, θα δούμε ανταγωνισμούς μηδενικού αθροίσματος μεταξύ μεγάλων οικονομικών μπλοκ, που υποδηλώνουν μια τάση προς την αυτάρκεια. Και αντί για έναν αναλογικό κόσμο, θα δούμε έναν όλο και πιο ψηφιακό κόσμο, όπου οι καινοτομίες στην τεχνητή νοημοσύνη θα γίνουν αποφασιστικοί παράγοντες στην οικονομική ζωή, ενδεχομένως καθορίζοντας ακόμη και τον πολιτικό έλεγχο.
Αυτός ο μετασχηματισμός δεν θα επηρεάσει απλώς την Ευρώπη, αλλά πιθανότατα θα καθορίσει και το αν η Ευρώπη θα επιβιώσει σε κάποια αναγνωρίσιμη μορφή. Σε τελική ανάλυση, η «Ευρώπη» είναι κάτι περισσότερο από μια γεωγραφική ονομασία. Είναι μια πολιτική πραγματικότητα, μια ηπειρωτική ομάδα κρατών στενά συνδεδεμένων, η οποία δεν στηρίζεται στη στρατιωτική δύναμη, αλλά σε κοινές ιδέες και αξίες.
Οπως και η διεθνής τάξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που τώρα εξαφανίζεται, η ΕΕ διαμορφώθηκε στην άμεση μεταπολεμική περίοδο στη Δυτική Ευρώπη. Η μεταπολεμική Ευρώπη ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη ως σχέδιο οικονομικής ενοποίησης μεταξύ πρώην εχθρικών κρατών. Ανθησε υπό τη στρατιωτική και πολιτική ασφάλεια που παρείχε η αμερικανική αμυντική ομπρέλα και το μεταπολεμικό σύστημα παγκόσμιου εμπορίου, το οποίο η Αμερική βοήθησε να επεκταθεί και να διατηρηθεί.
Ωστόσο, καθώς η παρακμή της αμερικανικής τάξης πραγμάτων έγινε πιο ορατή τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ βίωσε σοβαρές πολιτικές κρίσεις. Το 2016 έφερε διπλό πλήγμα, με το Ηνωμένο Βασίλειο να ψηφίζει υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ και τους Αμερικανούς να εκλέγουν τον Τραμπ για πρώτη φορά. Κοιτάζοντας πίσω, γνωρίζουμε πλέον ότι αυτές οι εξελίξεις άλλαξαν τα πάντα.
Λόγω της ανόδου της Κίνας και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, το έδαφος είχε ήδη προετοιμαστεί για παγκόσμιες αναταραχές. Και παρότι το Brexit και η σοκαριστική νίκη του Τραμπ δεν θεωρήθηκαν ως η ταφόπλακα της τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εκείνη την εποχή, απελευθέρωσαν καταστροφικές δυνάμεις που κρύβονταν κάτω από την επιφάνεια για αρκετό καιρό.
Η ισχύς αυτών των δυνάμεων έγινε εμφανής με την πλήρη εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, την οποία ακολούθησε η επανεκλογή του Τραμπ πέρυσι. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μικροδιαφορές μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ ξεχάστηκαν γρήγορα, και αντικαταστάθηκαν από μια νέα στρατιωτική αλληλεγγύη με την Ουκρανία και μια νέα συλλογική προσπάθεια για την επίτευξη αλληλεγγύης στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η νέα, σκληρή πραγματικότητα – προσωποποιημένη από τον Πούτιν – ανάγκασε όλους τους Ευρωπαίους (είτε εντός είτε εκτός της ΕΕ) να επιστρέψουν στο ίδιο γεωπολιτικό καράβι. Οσον αφορά την ασφάλεια, οι Ευρωπαίοι έχουν κοινό συμφέρον. Η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι εξίσου ευάλωτα στις επιπτώσεις της ρωσικής στρατιωτικής επιθετικότητας με την Πολωνία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Οι ευρωπαίοι ηγέτες και οι περισσότεροι πολίτες κατανοούν ότι, αν ο Τραμπ τερμάτιζε την εγγύηση ασφάλειας της Αμερικής και απέσυρε τα αμερικανικά στρατεύματα, η Ευρώπη θα έπρεπε να υπερασπιστεί μόνη της τα σύνορά της – και την ίδια της την ύπαρξη.
Απειλούμενη από τον Πούτιν και πιεζόμενη από τον Τραμπ, η Ευρώπη πρέπει να βρει έναν τρόπο να αναπτύξει τις δικές της ανεξάρτητες αμυντικές δυνατότητες. Δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η Αμερική, υπό τον Τραμπ, είναι ουσιαστικά αναξιόπιστη. Πρέπει να υπάρχει ένα plan B. Ολες οι ευρωπαϊκές χώρες, είτε εντός είτε εκτός της ΕΕ, πρέπει να επανεξοπλιστούν και να αναπτύξουν σχέδια για δύο σενάρια: ένα με την Αμερική στο κάδρο και ένα χωρίς.
*Ο Γιόσκα Φίσερ, υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας μεταξύ 1998 και 2005, ήταν ένας από τους ηγέτες των Γερμανών Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια.