Η εξωτερική πολιτική Σημίτη και η συνεχής παρακαταθήκη του

Χρήστος Ροζάκης
Η Καθημερινή, 09/12/2018

Τ​​ις μέρες τούτες, με τη συσσώρευση των προβλημάτων με την Τουρκία και τα άλυτα ζητήματα που επιτάσσουν λύση, είναι ίσως ευκαιρία να σταθούμε, για λίγο, σε μια άλλη περίοδο της εξωτερικής πολιτικής μας και να δούμε πώς ένας πρωθυπουργός αντιμετώπισε την Τουρκία, πώς επέλυσε τα ζητήματα που μας χωρίζουν απ’ αυτήν και πώς εδραίωσε την Ελλάδα ως ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Πρόκειται για την εξωτερική πολιτική του Κωνσταντίνου Σημίτη, ο οποίος στα χρόνια της πρωθυπουργίας του κατόρθωσε να εντάξει τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) και παράλληλα να δώσει ώθηση στα ελληνοτουρκικά με την απόφαση του Ελσίνκι (1999) και την έναρξη των διερευνητικών επαφών με τη γείτονα.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: η πρώτη και εξαιρετικά θεμελιακή επιτυχία ήταν η ένταξη στην ΟΝΕ. Συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας το έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του ηγέτη που μας ενέταξε στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ο Σημίτης κατόρθωσε, με μια αφάνταστα συνεπή δημοσιονομική πολιτική, να εντάξει τη χώρα στον στενό κύκλο της ΟΝΕ, της πλέον προωθημένης, ώς τα σήμερα, μορφής ενωσιακής συνεργασίας και έτσι να ολοκληρώσει το όραμα του πρωτεργάτη της ένταξης. Από τη στιγμή εκείνη η Ελλάδα βρισκόταν στον σκληρό πυρήνα των χωρών της Ε.Ε. και είχε το ενιαίο νόμισμα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Αλλά η ένταξη και ο σεβασμός που ενέπνευσε η Ελλάδα με την κίνηση αυτή είχαν απτά αποτελέσματα και στα ελληνοτουρκικά. Σε μια περίοδο που συνέπιπτε η πρόθεση της Ε.Ε. να εντάξει την Τουρκία στους κόλπους της, έστω και παρά τη θέληση της Ελλάδας, και την αρνησικυρία που αυτή συνεχώς προέβαλε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και η βούληση της γείτονος να ενταχθεί σε αυτήν, η ελληνική κυβέρνηση εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία και αποφάσισε να άρει τις αντιρρήσεις της. Με δύο σοβαρά αντίδωρα: την προηγούμενη ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., χωρίς πρότερη επίλυση του πολιτικού ζητήματος της επανένωσης του νησιού και την «κοινοτικοποίηση» των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Τι σήμαιναν αυτοί οι δύο όροι; Η ένταξη της Κύπρου ήταν μακρινό όραμα για τη Μεγαλόνησο, καθώς η Ε.Ε. δεν ήταν διατεθειμένη να την εντάξει πριν από την επίλυση του πολιτικού ζητήματος της επανένωσης του Βορρά με τον Νότο του νησιού. Και ευλόγως, η Ε.Ε. δεν ήταν διατεθειμένη να κληρονομήσει ένα καυτό πρόβλημα σε μια χρονίζουσα διαμάχη. Ο όρος της ένταξης χωρίς προϋποθέσεις αποτελεί, λοιπόν, την απάντηση του Ελσίνκι και τη μείζονα επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη στο θέμα αυτό.

Με «κοινοτικοποίηση» των ελληνοτουρκικών εννοούμε τον δεύτερο όρο που επέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στην Ε.Ε. και στην Τουρκία και ο οποίος συνίστατο σε μια αποστροφή των συμπερασμάτων του Συμβουλίου Κορυφής του Ελσίνκι, που επέτασσε στην Τουρκία, προκειμένου να αρχίσουν διαπραγματεύσεις ένταξής της, να επιλύσει τις διαφορές με όλα τα γειτονικά κράτη και ό,τι δεν ήταν δυνατόν να επιλυθεί με διαπραγματεύσεις να προτιμηθεί η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Μιλήσαμε για «κοινοτικοποίηση» των ελληνοτουρκικών επειδή η Ε.Ε. ανέλαβε να παρακολουθεί την πορεία των διαπραγματεύσεων και να εξαρτά την εξέλιξη της ενταξιακής διαδικασίας από την πρόοδο σε αυτές. Η Ελλάδα είχε, ως εκ τούτου, πετύχει ένα δεύτερο μείζον κατόρθωμα στο Ελσίνκι.

Αλλά υπάρχει και συνέχεια: Σε επίρρωση των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν στη Φινλανδία, τα δύο μέρη αποφάσισαν να ξεκινήσουν διερευνητικές συνομιλίες για την επίλυση των προβλημάτων τους. Οι διερευνητικές συνομιλίες είχαν ένα κεντρικό στόχο και δεν ήταν ακριβώς διαπραγματεύσεις: ο στόχος τους ήταν να επιλύσουν προκριματικά ζητήματα, που θα επέτρεπαν την απρόσκοπτη είσοδο στις κυρίως διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η οποία ήταν η κύρια διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες. Τα προκριματικά ζητήματα που έπρεπε να επιλυθούν ήταν, αφενός, η μέθοδος επίλυσης της κύριας διαφοράς της υφαλοκρηπίδας, και αφετέρου τα εμπόδια στην επίλυση που προέκυπταν από την τεράστια απόσταση η οποία χώριζε τα δύο μέρη σε θέματα αιγιαλίτιδας ζώνης και εθνικού εναερίου χώρου. Αν και τα δύο αποτελούσαν θέματα μονομερούς ενέργειας των δύο χωρών, θεωρήθηκε ότι η προηγούμενη διαβούλευση και κοινοποίηση των προθέσεων τους ήταν προϋπόθεση καλής γειτονίας και καλής πίστης.

Το έργο των διερευνητικών ανετέθη στον τότε πρέσβη Αναστάσιο Σκοπελίτη και στον αείμνηστο καθηγητή Διεθνούς Δικαίου Αργύρη Φατούρο. Οι εργασίες της δυάδας αυτής, η οποία επικουρείτο από μία ομάδα εργασίας και προετοιμασίας των συναντήσεων με την άλλη πλευρά, είχαν αποδώσει καρπούς. Η Τουρκία, ελαυνόμενη από την πρόθεσή της να ενταχθεί στην Ε.Ε., είχε κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στην ώς τα τότε άκαμπτη στάση της και αν δεν έρχονταν οι εκλογές του 2004 και η παραίτηση του κ. Σημίτη από την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, θα υπήρχαν αποτελέσματα. Από εκεί και πέρα οι διερευνητικές συνεχίστηκαν, αλλά το momentum είχε χαθεί. Το ενδιαφέρον της Ε.Ε. υποχωρούσε συνεχώς, συμπαρασύροντας μαζί του και το αντίστοιχο τουρκικό. Πάντως, ώς τη διακοπή τους, έναν χρόνο τώρα, οι διερευνητικές αποτελούσαν μια διέξοδο επικοινωνίας για τις δύο χώρες, χωρίς να προκύπτουν από αυτές απτά αποτελέσματα.

Υπάρχουν τη σημιτική οκταετία και άλλα επιτεύγματα (όπως λ.χ. η βαλκανική πολιτική) που ο χώρος ενός άρθρου δεν επιτρέπει να αναφέρω. Πάντως, θα πρέπει να τονιστεί ότι η περίοδος Σημίτη είναι από τις πλουσιότερες και αποτελεσματικότερες στιγμές στην εξωτερική πολιτική μας που προσδιόρισαν το μέλλον και σφράγισαν διαχρονικά τις μετέπειτα εξελίξεις.

__________________________
* Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *