Εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
9 Ιανουαρίου 2000
To πέρασμα στη νέα χιλιετία συμπίπτει με το άνοιγμα μιας νέας προοπτικής για την Κύπρο. Σφραγίζει, οριστικά και αμετάκλητα, το ευρωπαϊκό διαβατήριο της Μεγαλονήσου. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι ανοίγει όμως κι έναν νέο κύκλο ευθύνης, για την επιτάχυνση του ενταξιακού διαλόγου, για την καθημερινή σύγκλιση της κυπριακής οικονομίας προς το κοινοτικό κεκτημένο, αλλά και για την ευρωπαϊκή προοπτική ολόκληρου του νησιού. Ταυτόχρονα, είναι αδιαμφισβήτητη η θετική επίδραση που θα έχει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η πρόοδος στο Κυπριακό. Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας ουσιαστικά καθορίστηκαν από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό με επίκεντρο την Κύπρο.
Σήμερα, η επίσημη προσέγγιση της Τουρκίας με την Ευρώπη, η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και η ιδιότητα της Ελλάδας ως πλήρους μέλους δημιουργούν μια κοινή βάση που επιτρέπει την μεταξύ τους συνεννόηση και την ασφαλή τήρηση ορισμένων αρχών του Διεθνούς Δικαίου. Η στρατηγική, την οποία ακολούθησε σταθερά ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας κατάστασης όχι μόνο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έλυσαν ούτε το Κυπριακό, ούτε τα προβλήματα που υπάρχουν ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Διαμόρφωσαν όμως ένα σαφές πλαίσιο αρχών, κανόνων και διαδικασιών με βάση το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική. Μετέθεσαν την αντιμετώπιση των διμερών διαφορών από το χώρο των αντιπαραθέσεων ισχύος στο πεδίο του διεθνούς δικαίου, των διεθνών μηχανισμών διευθέτησης των διαφορών και πρόληψης των κρίσεων. Οι αποφάσεις του Ελσίνκι συνιστούν μια μεγάλη προσφορά σε όλες τις χώρες της περιοχής: παρέχουν την έγκυρη «τριτεγγύηση» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ξεκινήσει μια πορεία περιφερειακής σταθεροποίησης, ομαλοποίησης των διμερών σχέσεων, επίλυσης των προβλημάτων και ειρήνευσης.
Μέσα στις επόμενες βδομάδες οι υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών θα προχωρήσουν στην υπογραφή των συμφωνιών που είναι έτοιμες. Η σταδιακή και ισόρροπη μείωση των στρατιωτικών δαπανών θα βοηθήσει την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία να αντιμετωπίσουν πολλά από τα τρέχοντα προβλήματα των οικονομιών τους. Όταν η κατάσταση ωριμάσει, θα πρέπει να εξετασθεί η δημιουργία ενός πλέγματος μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, η οποία μπορεί να καταλήξει και στην υπογραφή ενός συμφώνου φιλίας και συνεργασίας.
Η πρόκληση, λοιπόν, βρίσκεται μπροστά μας: οι λαοί και οι κυβερνήσεις αποδεικνύονται αντάξιοι του ιστορικού τους ρόλου, όταν ξεπερνούν τα φαντάσματα του παρελθόντος, όταν βρίσκουν το θάρρος να ξεπεράσουν τα βιώματά τους και ν’ αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα που τους παρουσιάζονται. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωσε ορισμένα κριτήρια για τη συμμετοχή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Ένα από τα κριτήρια αφορά και τη διεθνή της συμπεριφορά. Η Άγκυρα θα πρέπει να ανταποκριθεί με συνέπεια στις δεσμεύσεις της απέναντι στην Ευρώπη για να προωθηθούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Οι εθνικιστικοί κύκλοι της Άγκυρας θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στην ευρωπαϊκή προοπτική και την περιφερειακή επιθετικότητα.
Η σύνδεση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τους «Δεκαπέντε» δεν ισοδυναμεί με έμμεση ένωση με την Ελλάδα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αστείος. Η σχέση της Κύπρου με την Ένωση διόλου δεν στηρίζεται σε μια λογική Ένωσης με την Ελλάδα. Γιατί; Γιατί η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι νοητό να γίνει από τη σκοπιά ενός παρωχημένου εθνικισμού, αλλά από τη σκοπιά της συνείδησης των πολιτών του κόσμου, των ελεύθερων ανθρώπων!!
Στην αίτηση ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει «πράσινη γραμμή» διαίρεσης. Δεν γίνεται διάκριση σε βάρος πολιτών της. Η αναδρομή στην εξέλιξη του Κυπριακού δείχνει ότι ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών δεν αφορά μόνον τη μακρά λίστα των σχεδίων λύσης, αλλά και την εξίσου μακρά λίστα των ευκαιριών συνεργασίας των δύο κοινοτήτων. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζούσαν και μπορούν, ξανά, να ζήσουν μαζί. Άγγιξαν πολλές ευκαιρίες φιλίας, συνεργασίας και συνύπαρξης, αλλά, επανειλημμένα, δυστυχώς, κάποιοι φρόντισαν να τις χάσουν.
Δεν βλάπτει να διευκρινίσουμε προς τους συνομιλητές μας της «άλλης πλευράς» ορισμένες πτυχές της στρατηγικής της Ελλάδας καθώς και της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Δυο σημεία έχουν προτεραιότητα.
Το πρώτο: η ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου έχει σαν στόχο της την ένταξη όλης της νήσου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι την παρεμβολή προσκομμάτων στην πρόοδο των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν κάθε συμφέρον να υιοθετήσει η Άγκυρα τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τόσο στην εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική της. Θέλουν μια Τουρκία που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα ανοίγει τις αγορές της, θα ενθαρρύνει την ανάληψη επιχειρηματικών δράσεων στο έδαφος της. Γι’ αυτό άλλωστε ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης επέμεινε να δοθεί πραγματική υπόσταση στην ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας. Μόνον έτσι θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για τον εκπολιτισμό των σχέσεων στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Στο Ελσίνκι κάναμε ένα βήμα μπροστά.
Το δεύτερο: οι δυο κοινότητες θα πρέπει να λειτουργήσουν, στο κράτος που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις, σε ένα πλαίσιο ισοτιμίας και ίσων δυνατοτήτων σε όλα τα πεδία. Η αναδιοργάνωση του κυπριακού κράτους θα καθοριστεί υποχρεωτικά όχι μόνο από τις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές πραγματικότητες αλλά και από την ανάγκη εξασφάλισης, σε συνταγματικό και νομικό επίπεδο, της ισοτιμίας και της ασφάλειας των δυο κοινοτήτων. Ταυτόχρονα, θα συνυπολογιστούν και οι αντιλήψεις που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό των ελίτ κάθε κοινότητας για το μέλλον τους, τους όρους και της προϋποθέσεις της ασφάλειας και της ευημερίας τους κοκ. Υπ’ αυτό το πρίσμα δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε καμιά νομική – συνταγματική μορφή αλλά θα πρέπει να εξετάσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε μιας. Από τη στιγμή που θα γίνει δεκτή η κοινή ευρωπαϊκή προοπτική των δυο κοινοτήτων και δοθούν οι δέουσες εγγυήσεις για την κοινή τους πορεία στην ΕΕ, τότε δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να αποκλεισθούν ακόμη και άλλες μορφές οργάνωσης του νέου κυπριακού κράτους.
Σήμερα παρουσιάζεται μια ιστορική ευκαιρία για όλες τις δυνάμεις και τους παράγοντες που εμπλέκονται στο Κυπριακό: Να βοηθήσουν ώστε να ανοίξει ο δρόμος του ευρωπαϊκού μέλλοντος για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι πολιτικές ελίτ των δυο κοινοτήτων έχουν μπροστά τους μια ιστορική ευκαιρία και ένα ιστορικό καθήκον: να υπερβούν τις παραδοσιακές προσεγγίσεις και να αναζητήσουν τις οδούς υπέρβασης του εθνικισμού. Να ηγηθούν, από κοινού, του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου, για να μετατρέψουν τους παράλληλους βίους 25 ετών σε κοινή πορεία των δύο κοινοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Διαφορετικά το διαζύγιο αυτή τη φορά θα είναι οριστικό. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η Ελλάδα χρειάζεται να έχουν τη δική τους συμβολή, να λάβουν όλα εκείνα τα μέτρα που θα βοηθήσουν τους τουρκοκύπριους να κατανοήσουν ότι η ένταξη στην ΕΕ θα είναι επωφελής πρώτα απ’ όλα γι’ αυτούς.
Η μεγαλύτερη ευθύνη όμως πέφτει στους ώμους της τουρκικής πολιτικής και διπλωματικής ηγεσίας και στον κ. Ντενκτάς. Αυτοί θα πρέπει να ξεπεράσουν την νοοτροπία της αντιπαράθεσης προς την Ευρώπη. Να εγκαταλείψουν τις θεωρίες που θυματοποιούν τους Τούρκους και παριστάνουν τους Ευρωπαίους ως αντιπάλους, ακόμη και εχθρούς. Εδώ και ένα μήνα η Τουρκία εισήλθε σε μια νέα περίοδο της ιστορίας της. Τα συμφέροντα της έχουν εισέλθει σε μια τροχιά σύγκλισης με εκείνων της ΕΕ. Η συμπεριφορά των ηγεσιών της Τουρκίας καθώς και της τουρκοκυπριακής κοινότητας χρειάζεται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.
Είναι αδήριτη η ανάγκη να ξαναπιάσουν και οι δύο πλευρές το κομμένο νήμα της εμπιστοσύνης, της αλληλοκατανόησης και της αρμονικής συνύπαρξης. Θα χρειαστεί να αξιοποιήσουμε τη γνώση, την εμπειρία και τη φαντασία μας για να λειάνουμε το έδαφος της ειρήνευσης στη Κύπρο. Είναι ρεαλιστικό να αναλάβουμε ορισμένες πρωτοβουλίες που δεν ανήκουν στη σφαίρα της υψηλής πολιτικής, αλλά στηρίζονται στην δυναμική που διαμορφώνεται στους κόλπους των δυο κοινοτήτων της νήσου:
Πρώτη πρόταση – Ενταξιακός διάλογος: η ορατή πλέον συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στα ευρωπαϊκά όργανα θα διευρύνει ακόμη περισσότερο τo αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ των δυο περιοχών, αν δεν αναληφθούν άμεσες δράσεις. Σε ανάλογες περιπτώσεις, η πρωτοβουλία ανήκει πάντα στον ισχυρότερο. Τα εμπορικά επιμελητήρια της Κύπρου, επομένως, μπορούν να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημά τους, προσκαλώντας τους αντίστοιχους φορείς της άλλης πλευράς σε έναν ειλικρινή διάλογο και σ’ ένα πρόγραμμα συνεργασίας, που θα διευκολύνει την ευρύτερη συναίνεση.
Δεύτερη Πρόταση – Μη κυβερνητικές οργανώσεις: Υπάρχει ήδη θετική εμπειρία από τις κατά καιρούς προσπάθειες προσέγγισης οι οποίες στο παρελθόν κινήθηκαν κυρίως στο πλαίσιο των αμερικανικών διαμεσολαβητικών εγχειρημάτων. Το ερώτημα είναι αν τώρα η προσπάθεια μπορεί να αναληφθεί από εκπροσώπους των δυο κοινοτήτων. Η προσέγγιση βέβαια δεν θα είναι εύκολη και οι συνθήκες που την εμποδίζουν δεν θα παραμεριστούν σύντομα. Κάποιοι μάλιστα μπορεί να προσπαθήσουν να ορθώσουν και νέα εμπόδια. Πρέπει όμως να επιδειχθεί επιμονή και σταθερότητα. Πρέπει να διαμορφωθούν δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο κοινότητες.
Οι εχθροί της ειρηνικής λύσης του Κυπριακού έχουν πολλά κίνητρα για να εμποδίσουν παρόμοιες επαφές. Τρέμουν τη δύναμη των απλών πολιτών. Ακόμα και οι έποικοι, που μεταφέρθηκαν από την Ανατολία, φορτισμένοι από τις υποσχέσεις ότι θα αποκτήσουν γη και τα εθνικιστικά κηρύγματα, διαπιστώνουν τώρα πια ότι ο φανατισμός δεν αποτελεί το καλύτερο όχημα για την ευημερία. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι σαφές ότι η πιο απειλητική «ωρολογιακή βόμβα» μιας μελλοντικής λύσης θα είναι η εκ νέου τύφλωση των εποίκων ή της νεότερης γενιάς των Τουρκοκυπρίων που δεν έζησαν ποτέ μαζί με τους Ελληνοκύπριους. Αυτή η βόμβα πρέπει να αφοπλιστεί επειγόντως. Κάθε επαφή ανάμεσα στις δυο κοινότητες βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, κόβει ένα σύρμα από τον εκρηκτικό «ωρολογιακό μηχανισμό».
Τρίτη Πρόταση – Πολυ-πολιτισμική πολυ-θρησκευτική και πολυ-εθνική συνύπαρξη: η κυπριακή κοινωνία είναι χαρακτηριστική περίπτωση μιας τέτοιας συνύπαρξης. Οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι έχουν το χρέος και την ευθύνη να διαφυλάξουν και να ενισχύσουν τη συνύπαρξη αυτή δίνοντάς της μια νέα ευρωπαϊκή προοπτική.
Οι αποφάσεις του Ελσίνκι συνιστούν ένα σημαντικό κεκτημένο ειρήνης και συνεργασίας. Τη νέα σελίδα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού καλούμαστε να γράψουμε όλοι, έχοντας βασική επιδίωξη την εμπέδωση της ειρήνης και της συνεργασίας.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βαδίζουμε προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός παγκόσμιου πλανητικού χωριού. Μέσα στον τεράστιο κοσμο-χώρο του αύριο, έλληνες και τούρκοι θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε περισσότερα που μας ενώνουν από αυτά που μας χωρίζουν. Και την επιβεβαίωση αυτής της διαπίστωσης, πρέπει να τη δούμε επιβεβαιούμενη πρώτα, στην Κύπρο!