Περιοδικό Λιμάνι
τεύχος Οκτωβρίου 2002
Μόνο σε μια μεστή στιγμή μπορεί να πάει ο νους στον Μάρκο Βαμβακάρη. Εννοώ εκείνη τη στιγμή που πετυχαίνεις την συνάντηση με τον «πραγματικό» εαυτό σου. Κι αυτή η στιγμή βέβαια για να αναδειχθεί να βγει στην επιφάνεια χρειάζεσαι αρωγή και βοήθεια. Μια τέτοια άφεση από την αδυσώπητη πραγματικότητα μπορεί να χαρίσει το κρασί και η καλή παρέα.
Με ένα ποτήρι κρασί, λοιπόν, με εκλεκτή παρέα, αλλά και το σπουδαίο σκηνικό, ένα κουτούκι στην Δραπετσώνα, η ψυχή περιπλανιέται και νοσταλγεί. Το «μια φούντωση μια φλόγα», «τα ματοκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου» και η «Αλεξανδριανή γλάστρα» έρχονται αυθόρμητα και απροσκάλεστα. Η μοναδική μορφή του Μάρκου Βαμβακάρη αναδύεται και υπενθυμίζει την ζωντανή παρουσία του, αφού τέτοιοι δημιουργοί ζουν πάντα μέσα από το έργο τους. Στην κουβέντα που ακολουθεί διαπιστώνεται με έκπληξη ότι ελάχιστα έχουν γίνει σε σχέση με το μέγεθος του Βαμβακάρη, μιας καλλιτεχνικής προσωπικότητας μοναδικής και μιας σπάνιας ιδιοσυγκρασίας.
Κοινότυπο μοιάζει αλλά θα το επαναλάβω. Ο Βαμβακάρης αντιπροσωπεύει την αυθεντική, την ανυπότακτη ύπαρξη, το ανόθευτο και αναλλοτρίωτο άτομο. Αν αλλότριος είναι ο ξένος, ο αποξενωμένος από τον εαυτό του και την φυσική προοπτική και λειτουργία του, ο Μάρκος είναι εγκατεστημένος αμετακίνητα μέσα του και προσεύχεται σαν τους Ορφικούς στον θεό Πάνα «καλόν μοι γενέσθαι τα ένδοθεν», «να ‘ναι καλά τα εντός μου». Είναι το βαθύ άτομο που με το μπουζούκι και τους στίχους του έβγαζε τους προσωπικούς καημούς του και μ’ αυτούς κοινωνούσε με τους πολλούς, αφού οι καημοί του ήτανε οι ίδιοι με εκείνους μιας ολόκληρης κοινωνίας, μιας καταφρονεμένης εργατικής τάξης. Τότε που η αστική συνείδηση κατέρρεε ταχύτατα και αναδεικνύονταν πρόσωπα και καταστάσεις ευτελέστερες και φθηνότερες.
Οι «μάγκες» με «τα ωραία τους», η μποέμικη έπαρσή τους, το αδούλωτο κοινωνικό φρόνημα, το φιλότιμο και η περηφάνια, η περιφρόνηση του χρήματος ως αυτοσκοπού, αλλά η καταξίωση της χρήσης του ως μέσου ευζωίας, καλής ζωής και αυτοεκτίμησης, σήμερα φαίνονται έννοιες δυσπρόσιτες.
Η λαϊκή κουλτούρα της εργατιάς, η προσκόλληση σ’ ένα περιθώριο καταραμένο και καταφρονεμένο, αλλά ταυτόχρονα απέραντα τρυφερό, η πάλη επιβίωσης του απροσάρμοστου – ανυπότακτου πρώην Χωριάτη, στο βιομηχανικό κέντρο, στον κόσμο ενός λούμπεν νεοδημιουργημένου προλεταριάτου, αλλά πάνω από όλα, η ασίγαστη διάθεση να κρατηθεί αλώβητη η αξιοπρέπεια και η αυθεντικότητα της λαϊκής ψυχής και ιδιαίτερα η ποιητική ανασύσταση αυτού του κόσμου, έχουν ως εκφραστή τους τον Μάρκο. Ο έρωτας λειτουργεί ως καταλύτης στην ταπείνωση και τη καταφρόνια.
Η χαμοζωή εξιδανικεύεται και ανάγεται σε περιωπή, ο δε κόσμος αποδέχεται τον θρήνο του Μάρκου για τον πόνο που κατατρύχει πάντα το ανόθευτο, το αντιστασιακό άτομο, τον μάγκα, την αυθεντική μορφή που σβήνει πια οριστικά και αμετάκλητα. Γιατί για τον Βαμβακάρη ο πόνος και η θλίψη είναι άρρηκτα δεμένα με την ανθρώπινη φύση. Μια αμετακίνητη μοίρα ορίζει τα πράγματα, να επαναλαμβάνονται χωρίς προοπτική. Μόνη παρηγοριά ο έρωτας και πληγή μαζί. Κι όλα στην δεσποτεία του πεπρωμένου. Ο Μάρκος ωστόσο είναι αυτός που απαντά στους στίχους του Σεφέρη «Ποιος θα σηκώσει την θλίψη ετούτη απ’ την καρδιά μας». Με το μπουζούκι , τα τραγούδια και τους στίχους του, μας δίνει την παρηγοριά.. Σε μεγάλη ηλικία πια όταν μπορεί από απόσταση να ατενίζει το έργο του, περηφανεύεται «Αλλά όπως το ξέρω εγώ το λαϊκό τραγούδι μέχρι τώρα ακόμα, αυτή τη στιγμή, όπως το προφέρω εγώ, δεν έχω βρει κανένα που να μου μοιάζει». Δύσκολο είναι αλήθεια να βρούμε και εμείς τέτοιο εκφραστή του πανανθρώπινου πόνου που να του μοιάζει.