Όταν το πάθος γίνεται πολιτική

Περιοδικό Λιμάνι
4 Μαΐου 2007

Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χτεσινούς φίλους

Αυτούς τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη μου έφερε στο μυαλό ο αιφνίδιος θάνατος της Μαρίας Μάνου.

Ο αναπάντεχος χαμός της με σόκαρε, όπως σόκαρε και όλους εκείνους που τη γνώριζαν και την αγάπησαν, φίλοι που είχαν περάσει πολλές ώρες μαζί της, συζητώντας για τα μικρά και τα μεγάλα, που σφραγίζουν με ανεξίτηλα σημάδια τη ζωή μας.

Όταν έμαθα εκείνο το πρωί της 22ας Μαρτίου ότι η Μαρία έφυγε ξαφνικά στα 66 χρόνια της, οργίστηκα, καθώς αποδείχτηκε για άλλη μια φορά πως η ζωή δεν είναι γενναιόδωρη και απλόχερη με όσους αξίζουν, με εκείνους που της δίνουν ουσιαστικό περιεχόμενο και υπόσταση.

Τη Μαρία Μάνου τη συνάντησα για πρώτη φορά το Φθινόπωρο του 1975, όταν συμμετείχα ως εκπρόσωπος μαθητικής παράταξης, σε μια συγκέντρωση του Δήμου Κορυδαλλού με όλους τους φορείς της πόλης για την απομάκρυνση των Φυλακών! 32 χρόνια μετά, και παρά τις κινητοποιήσεις των πολιτών, οι Φυλακές παραμένουν ακόμη στην πόλη μας να μας θυμίζουν την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής, την αναντιστοιχία λόγων και έργων.

Μπαίνοντας στην αίθουσα του παλιού δημαρχείου, στην οδό Αθηνάς, είδα τον τότε δήμαρχο Κορυδαλλού Γιάννη Φθενάκη, και τη Μαρία Μάνου να περιφέρεται, περιμένοντας να συγκεντρωθούν όλοι, αφού κατά την προσφιλή συνήθεια των Ελλήνων, ποτέ τέτοιες διαδικασίες δεν αρχίζουν στην ώρα τους.

Την πλησίασα με την υπεροψία του οργισμένου νέου και νεοφώτιστου επαναστάτη με αιτία, αλλά και με κάποια συστολή και αμηχανία μπροστά σε μια φύσει ευγενική παρουσία, γνωστή για τους πολύχρονους αγώνες της στο χώρο της Αριστεράς.

Από μικρό παιδί άκουγα να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του Πειραιά, είτε από τους χώρους της Νεολαίας της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη είτε αργότερα, στη μεταπολίτευση, από τις γραμμές του ΚΚΕ εσωτερικού. Αλλά και μετά την πτώση της Χούντας, η Μάνου, στενή συνεργάτιδα του δημάρχου της ΕΔΑ Γ. Φθενάκη, αναπτύσσει πολύπλευρη και ουσιαστική δραστηριότητα στα πολιτικά πράγματα του Κορυδαλλού, προσπαθώντας να βάλει το λιθαράκι της στη συγκρότηση μιας προοδευτικής δημοκρατικής πλειοψηφίας με τη συμπαράταξη όλων των δυνάμεων.

Η πρώτη μας γνωριμία ήταν η απαρχή μιας πολύχρονης βαθιάς φιλίας. Τα χρόνια πέρναγαν, οι πολιτικές συγκυρίες άλλαζαν, με τη Μαρία Μάνου όμως η σχέση παρέμενε σταθερή, βασισμένη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, στο σεβασμό και στην εκτίμηση, στους κοινούς στόχους και αξίες.

Η Μαρία Μάνου για όλους εμάς, που βρεθήκαμε στα διάφορα σχήματα της Αριστεράς -παραδοσιακής, ανανεωτικής, εξωκοινοβουλευτικής-, ήταν εμβληματική παρουσία. Συνδύαζε τη ζωντάνια με τη νηφαλιότητα, την αγωνιστικότητα με την αναζήτηση, το πάθος με την ευγένεια, τη βαθιά δημοκρατικότητα με την ανεκτικότητα. Η παρουσία και  το ήθος της, η δράση και η μαχητικότητά της, αναδείκνυαν μια ξεχωριστή πολιτική προσωπικότητα που υπερέβαινε κατά πολύ τη στενή κομματική της ταυτότητα.

Τα χρόνια εκείνα η πολιτική στράτευση αποτελούσε μέσο προσωπικής χειραφέτησης και αυτοσυνειδησίας. Η πολιτική είχε χρώμα, πάθος, ευαισθησία, έμπνευση. Ήταν η περίοδος ιδεών και οραμάτων, όπου συνυπήρχαν ο λογισμός και το όνειρο. Η πολιτική δεν συνιστούσε πράξη ιδιωφέλειας, ούτε υπαγορευόταν από προσωπικές –ενσυνείδητες τουλάχιστον- φιλοδοξίες ή ματαιοδοξίες. Δεν ήταν συνώνυμη της ίντριγκας, των μηχανισμών και του παρασκηνίου, ούτε ήταν ταυτόσημη των φλας, των κοσμικών και του star system.  Δεν διακρινόταν από τις ανθρωποφαγίες και την αποστέωση, τα οποία χαρακτηρίζουν σήμερα τα κομματικά σχήματα.

Αν κάτι έχει χαραχτεί στο μυαλό μου από τότε, ήταν η φορτισμένη ατμόσφαιρα, οι εντάσεις μεταξύ των πολιτικών φορέων, η έντονη πολιτικοποίηση και η στράτευση πολλών στα ιδεολογικά προτάγματα της Αριστεράς σε όλες τις εκφάνσεις της. Μια αγωνιστική διάθεση και ένας διάχυτος ενθουσιασμός διαπερνούσε όλους τους νέους, που πιστεύαμε πως με την οργή της νιότης θα αλλάζαμε τον κόσμο.

Στον Κορυδαλλό, οι συμμετέχοντας στα πολιτικά σχήματα της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων και του ΠΑΣΟΚ, είχαμε για πολλά χρόνια ως στέκι μας το Allouette. Σχεδόν κάθε βράδυ ξενυχτούσαμε –θυμάμαι- με όλους τους παλιούς φίλους, το Διομήδη, τον Γιώργο Βατό, τον Γιώργο Μακρινό, τον Στέλιο Καζίλα, τον Στέλιο Μανουσάκη και άλλους, μιλώντας για το πολιτικό υποκείμενο της εργατικής τάξης, τον εκφυλισμό των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, για τον ρεφορμισμό, τον ρεβιζιονισμό, τον ευρωκομουνισμό, για τον Φιντέλ, για τον Τσε. Η Μαρία Μάνου ήταν πάντα παρούσα και λειτουργούσε ως ιδεολογική «μάνα του λόχου» της κατακερματισμένης και διχασμένης Αριστεράς.

Εμείς, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, μπορεί να αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά τα πολιτικά πράγματα και να είχαμε πολλές διαφωνίες με τους συντρόφους της «ρεφορμιστικής» Αριστεράς, διατηρούσαμε όμως μια συναγωνιστική, συναδελφική –θα έλεγα- σχέση μαζί τους. Η Μάνου ήταν, τύποις και ουσία, η εκπρόσωπος του κοινού ρεύματος. Εμείς, η επαναστατική και εξεγερμένη Αριστερά, που νιώθαμε υπερήφανοι, πετώντας κόκκινα αυγά στην πρεσβεία των ΗΠΑ, κι η Μάνου, η ήρεμη, αλλά πάντα αγωνιστική δύναμη, η νηφάλια, η μετριοπαθής, η βαθιά αυθεντική. Ενώ για τα στελέχη του ΚΚΕ, ήμαστε οι πράκτορες του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού, για τα στελέχη της Ανανεωτικής Αριστεράς, με προεξάρχουσα τη Μάνου, ήμαστε οι ασυμβίβαστοι και εξεγερμένοι νέοι.

Στις συνεχείς και οξείες αντιπαραθέσεις μας στα χειμωνιάτικα αλλά και καλοκαιρινά βράδια του Allouette, όταν τα πνεύματα άναβαν και η πολιτική συζήτηση παραχωρούσε τη θέση της στους χαρακτηρισμούς και τις οξύτητες, η πυροσβεστική παρέμβαση της Μάνου ήταν καταλυτική. Ήταν ο άνθρωπος εκείνος που είχε την ικανότητα να αποκαθιστά την ψυχραιμία και να μας προτρέπει να κουβεντιάζουμε ήρεμα. Ήσυχα και απλά, γιατί, όπως λέει και ο ποιητής, καταλαβαινόμαστε τώρα, Εξάλλου, δεν συζητούσαμε για να ξεχωρίσουμε από τον κόσμο, αλλά για να σμίξουμε τον κόσμο.

Τη θυμάμαι –όταν δεν βρισκόμαστε στο πατάρι του Allouette- στις πολλές συναντήσεις μας στα γραφεία του Ρήγα Φερραίου Κορυδαλλού, στη Δημητρακοπούλου, εκεί που πηγαίναμε όλοι εμείς, οι αποκαλούμενοι αριστεριστές, για να συνεχίσουμε τις πολύωρες ιδεολογικές μας αντιπαραθέσεις με τους φορείς του ρεφορμισμού. Θυμάμαι τις προσπάθειές της να αισθανθούμε άνετα και να αποβάλλουμε την αμηχανία μας, εμείς οι άστεγοι και ανέστιοι φιλοξενούμενοι «πράκτορες του ιμπεριαλισμού».

Θυμάμαι πολλά βράδια, στο αποπνικτικό από τον καπνό των τσιγάρων περιβάλλον, τις ατέλειωτες συζητήσεις μας για το εγχείρημα του ευρωκομουνισμού, για τη διαμάχη του σημερινού Προέδρου της Ιταλίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και του Βάκα με τον ιστορικό ηγέτη της ιταλικής Αριστεράς Πιέτρο Ινγκράο. Για όλους εμάς, που δεν μπορούσαμε να  συμβιβαστούμε με την ιδιότυπη «δημοκρατία» του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι ιδεολογικές και πολιτικές αναζητήσεις στο χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς τραβούσαν το ενδιαφέρον μας.  Ήταν η φύτρα ενός γόνιμου και πλούσιου προβληματισμού με εντάσεις και αντιπαραθέσεις, που δεν έπαυε όμως να έχει το στοιχείο της δημοκρατικότητας.

Το ‘79 ήταν ένα σημείο τομής. Ήταν η περίοδος της μεγάλης ανασύνθεσης στο χώρο της Κεντροαριστεράς, όπου ολοένα και περισσότερο, οι δυνάμεις του κατακερματισμένου χώρου της προσέβλεπαν στο ΠΑΣΟΚ, ως το φορέα που θα έκανε πράξη την αλλαγή, βάζοντας τέρμα στην πολύχρονη παρουσία της Δεξιάς. Η στράτευση πολλών αγωνιστών της Αριστεράς στο πλευρό του ΠΑΣΟΚ είχε ανεβάσει στα ύψη το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις της Ανανεωτικής Αριστεράς. Τότε, κάποιοι νέοι από εμάς που συμμετείχαμε στο ΕΚΚΕ, κυρίως φοιτητές και μαθητές, πήραμε τη μεγάλη απόφαση να ενταχθούμε στο ΠΑΣΟΚ. Η επιλογή μας αυτή πυροδότησε νέο κύκλο συζητήσεων, ακόμη και αντιπαραθέσεων, με τους φίλους της Ανανεωτικής Αριστεράς και τη Μαρία Μάνου, δυναμικά και ουσιαστικά παρούσα, πάντα στην πρώτη γραμμή.

Δύο ήταν τα πρόσωπα που ξεχώριζαν τότε στον Πειραιά για τη βαθιά δημοκρατικότητά τους: Η Μαρία Μάνου και ο Γενικός Γραμματέας της ΕΔΑ Γιώργος Γιωτόπουλος, ένας άνθρωπος με βαθιά πολιτική κουλτούρα, ένας αγωνιστής που είχε σακατευθεί από τη μετεμφυλιακή Δεξιά και στο τέλος πέθανε μόνος στο Καπανδρίτι. Η Αριστερά θα πρέπει να αισθάνεται υπερήφανη για τις δύο αυτές σπάνιες προσωπικότητες, αφού στο πρόσωπό τους μετουσιώθηκε η ανθρώπινη, η ουμανιστική διάστασή της.

Για τη Μαρία Μάνου, η πολιτική δεν περιοριζόταν και δεν εξαντλούταν στα μεγάλα, τα σπουδαία, τα σημαντικά. Τα «μικρά» ήταν εκείνα που την πάθιαζαν περισσότερο. Με τα «μικρά», τα καθημερινά και τα «άχαρα» καταγινόταν συνεχώς. Γνώριζε καλά ότι η αλλαγή των «μικρών» τροποποιεί μακροπρόθεσμα τις καταστάσεις και τα μεγάλα. Ήξερε ότι πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα πρέπει να «νοικοκυρέψουμε» το σπίτι μας, τον τόπο που μένουμε, γιατί από εκεί θα ξεκινούσε κάθε μεγάλη προσπάθεια, κάθε νέος μύθος. Μου έχει μείνει από τότε ο στίχος του W. Blake: «Μπορώ να δω τον κόσμο από έναν κόκκο άμμου και τον παράδεισο μέσ’ από ένα αγριολούλουδο».

Βαθιά πεποίθησή της ήταν πως ο πολιτικός ρεαλισμός και ο μύθος συνδέονταν διαλεκτικά. Όποιος μανιχαϊστικά υπερβάλλει τον πρώτο ή τον δεύτερο, οδηγείται αναπόφευκτα στην πολιτική τύφλωση. Για τη Μαρία Μάνου ο  ρεαλισμός μπορεί να παραπέμπει στον ορθολογισμό, αλλά δεν σημαίνει υποταγή στα πράγματα και προσαρμογή στα υπάρχοντα, ούτε συνεπάγεται ακύρωση των ονείρων. Ρεαλιστής δεν είναι αυτός που αποδέχεται παθητικά τη «λογική των πραγμάτων», αλλά εκείνος που γνωρίζει τους κανόνες αλλαγής τους, επιδιώκοντας τη διεύρυνση των ορίων του πιθανού.

Ο Κορυδαλλός, οι γειτονιές του Πειραιά, ήταν για τη Μαρία Μάνου το πεδίο εφαρμογής των πολιτικών και ιδεολογικών της αντιλήψεων. Πίστευε ακράδαντα ότι τα μεγάλα κοινωνικά προτάγματα, οι ιδεολογικές διακηρύξεις και οι ιδέες έχουν σημασία όταν μετουσιώνονται σε πράξη, όταν δοκιμάζονται στην εφαρμογή τους.

Έτσι εξηγείται και το πάθος της με τον Κορυδαλλό, τον οποίο αγάπησε και για τον οποίο προσπάθησε, αγωνίστηκε, πόνεσε – άλλοτε από το χώρο του δήμου,  ως αντιδήμαρχος επί πολλά έτη, άλλοτε από το χώρο των συλλογικών φορέων, όπως η Μέριμνα. Με τη σημαντική προσφορά της στον πολιτισμό συνέδεσε στην πράξη την πολιτική με ό,τι ανυψώνει τον άνθρωπο, καταδεικνύοντας την ανάγκη να περάσουμε από το βασίλειο των αναγκών στο βασίλειο της ελευθερίας.

Η Μαρία Μάνου, για όλους όσοι χρόνια παρακολουθούσαν την προσφορά της, ήταν ταυτισμένη με την πόλη μας. Ήταν η φωνή, η ψυχή, η συνείδηση του Κορυδαλλού.

Αν κάτι μπορούμε να κρατήσουμε από την προσωπική διαδρομή της, είναι η αυθεντική σχέση της με την πολιτική, το ασίγαστο πάθος της για τον τόπο που έζησε και μεγάλωσε.

Σήμερα, που η πολιτική αφήνει ασυγκίνητους τους νέους, η συλλογικότητα συνεχώς υποχωρεί και οι κινούσες ιδέες εκλείπουν, οι αξίες, η στάση ζωής και η φιλοσοφία της Μαρίας Μάνου είναι περισσότερο επίκαιρα από ποτέ για όσους αγωνίζονται για την ανατροπή και τη ριζική αλλαγή σε όλα τα επίπεδα.  Για όλους εμάς που αντιλαμβανόμαστε την πολιτική ως περιπέτεια ιδεών, υπακούοντας στην προτροπή του Μιχάλη Κατσαρού «Μην ξεχνάτε, πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον έχει πολλή ξηρασία».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *