Πατώντας σε δύο βάρκες

Εφημερίδα Η Αξία
18 Αυγούστου 2012

Μολονότι η χώρα βρίσκεται στην πιο δύσκολη στιγμή της η κατ’ επίφαση τρικομματική (αφού το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ απλώς τη στηρίζουν) κυβέρνηση δεν έχει την απαιτούμενη στιβαρότητα, αποφασιστικότητα και ανθεκτικότητα.

Παράλληλα, τα προβλήματα που έχουν προκύψει την τελευταία περίοδο, με αφορμή την περικοπή δαπανών κατά 11,5 δις ευρώ, αποδεικνύουν ότι το κυριότερο μέλημα των κυβερνητικών εταίρων είναι η αποφυγή του πολιτικού κόστους, μετακυλύοντας τις ευθύνες τους. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι οι ενστάσεις και οι διαφωνίες που διατυπώνονται αφορούν επιμέρους ζητήματα, όπως οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα αλλά και η με κάθε τρόπο προστασία των συντεχνιών.

Βεβαίως όλα τα παραπάνω είναι ως ένα βαθμό αναμενόμενα, αφού η αποκαλούμενη προγραμματική συμφωνία που έχουν συνάψει οι τρεις εταίροι δεν συνιστά κοινό πολιτικό πλαίσιο, αλλά είναι γενικόλογη και διακηρυκτικού χαρακτήρα. Αποφεύγει να πάρει θέση σε καίρια ζητήματα, ενώ κάποια άλλα τα προσπερνά με ανέξοδες υποσχέσεις.

Αν και η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα προβλήματα, οι κυβερνητικοί εταίροι δεν διατυπώνουν με καθαρό και σαφή τρόπο τις πολιτικές τους προτάσεις. Η ασάφεια στόχων και πολιτικών αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό. Στην πραγματικότητα το κυβερνητικό σχήμα είναι ασθενικό, διότι δεν στηρίχθηκε σε κοινές πεποιθήσεις, αλλά στις δύσκολες περιστάσεις – στην κατάσταση που είχε οδηγηθεί η χώρα μετά τις διπλές εκλογές.

Στην κυβέρνηση αυτή τα αυτονόητα αποτελούν ζητούμενα. Ποτέ δεν υπήρξε συναντίληψη για την υλοποίηση των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα. Ποτέ δεν επιδείχθηκε αποφασιστικότητα για τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου για την έξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό και ο πολιτικός λόγος της είναι αποσπασματικός, αντιφατικός και κατακερματισμένος. Καμία συζήτηση για την ταμπακιέρα.

Προσπαθώντας μάλιστα οι κυβερνητικοί εταίροι να γίνουν αρεστοί σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες, υποτάσσουν τη στρατηγική τους στη μικροπολιτική, στο λαϊκισμό, στις πελατειακές σχέσεις. Υπερασπίζονται με ζήλο και φανατισμό τη διατήρηση του σημερινού status ενός αναποτελεσματικού και αναχρονιστικού δημόσιου τομέα, τη στιγμή που φαίνεται να αδιαφορούν για τις στρατιές των ανέργων του ιδιωτικού τομέα. Εμφανιζόμενοι ως κομματάρχες της δημοσιοϋπαλληλίας, παραβλέπουν τα ασφυκτικά πλαίσια στα οποία είναι αναγκασμένη να κινηθεί η χώρα. Αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας. Λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα το πολιτικό και κομματικό όφελος, ακολουθώντας μια αλλόκοτη, ανερμάτιστη, αλλά και σχιζοειδή πολιτική.

Για παράδειγμα, είναι τουλάχιστον παράδοξο ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να υποστηρίζει ότι «το πρόγραμμα δεν βγαίνει» τη στιγμή που εκείνος διαπραγματεύτηκε και υπέγραψε τη νέα δανειακή σύμβαση. Το ίδιο παράδοξη ακούγεται και η μεγάλη συζήτηση περί επιμήκυνσης ή επαναδιαπραγμάτευσης των συμφωνηθέντων, όταν όλοι οι υποστηρίζοντες την κυβέρνηση γνωρίζουν ότι η απόκλιση από τους στόχους και τις δεσμεύσεις μας δεν μας επιτρέπει να θέσουμε αίτημα για την οποιαδήποτε αναδιαπραγμάτευση. Παράδοξο επίσης είναι να μην διατυπώνονται συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις για την εξασφάλιση των 11,5 δις ευρώ.

Είναι φανερό πως οι κυβερνητικοί εταίροι παραβλέπουν ότι οι παραπάνω τακτικές είναι κοντόφθαλμες και καταστροφικές τόσο για τη χώρα όσο και για τη δική τους πολιτική επιβίωση και ύπαρξη. Ωστόσο όλοι -ακόμη και ενστικτωδώς- καταλαβαίνουν ότι το μεγάλο στοίχημα είναι η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Αυτό δεν θα επιτευχθεί αθετώντας τους όρους και τις υποχρεώσεις μας. Δεν θα επιτευχθεί με τις συνταγές του παρελθόντος, οι οποίες μας οδήγησαν στη χρεοκοπία.

Αναμφίβολα, οι πολιτικές που οφείλει να ακολουθήσει η χώρα μας έχουν κόστος οικονομικό και κοινωνικό. Είναι όμως αναπόφευκτες. Όποιος πιστεύει το αντίθετο κοροϊδεύει τους πολίτες, αλλά και τον εαυτό του. Σήμερα μάλιστα που η κρίση στην ευρωζώνη έχει προσλάβει συστημικές διαστάσεις, η αναζήτηση μιας Ιφιγένειας συνιστά υπαρκτή απειλή. Εξάλλου αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της Ευρώπης.

Το γεγονός αυτό μας υποδεικνύει την ανάγκη να επιταχύνουμε την εφαρμογή όλων εκείνων των πολιτικών για τις οποίες έχουμε δεσμευτεί, έναντι των κοινοτικών εταίρων μας. Δείχνοντας αξιοπιστία και φερεγγυότητα θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις όποιες στρεβλώσεις και λάθη του παρελθόντος.

Πάντως από τη μέχρι σήμερα λειτουργία της, η κυβέρνηση φαίνεται να διαθέτει ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα που δεν είναι άλλο από το οικονομικό επιτελείο της. Για πρώτη φορά τα τελευταία τρία χρόνια η χώρα έχει ένα ισχυρό και αποτελεσματικό οικονομικό επιτελείο. Ένα επιτελείο με σχέδιο μέθοδο και βούληση για την ανάταξη της χειμαζόμενης ελληνικής οικονομίας, για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών, για την προώθηση των αποκρατικοποιήσεων και την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας. Γι’ αυτό δεν νοείται να υπάρχει δυσαρμονία ανάμεσα στο οικονομικό επιτελείο και στους υπόλοιπους κυβερνητικούς τομείς, αλλά και στους κυβερνητικούς εταίρους.

Επομένως βασική προϋπόθεση για να τρέξει το κυβερνητικό έργο είναι να αποκτήσει η κυβέρνηση μεγαλύτερη συνοχή, αποφασιστικότητα, και αποτελεσματικότητα, αποδεχόμενη τα δεδομένα και τις συνθήκες εντός των οποίων είναι υποχρεωμένη να κινηθεί. Έστω και τώρα οφείλει να προχωρήσει σε μια τολμηρή και ουσιαστική ανατοποθέτηση της στρατηγικής της. Αποκτώντας σαφήνεια στόχων και επιδιώξεων μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα και τη δυναμική της, εκπέμποντας ταυτόχρονα ένα καθαρό πολιτικό μήνυμα: τη σωτηρία της χώρας.

Αποδεσμευμένοι από το φόβο του πολιτικού κόστους, οι κυβερνητικοί εταίροι οφείλουν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, να συμφιλιωθούν με την πραγματικότητα. Οφείλουν να εγκαταλείψουν τις κοντόφθαλμες στρατηγικές και να προχωρήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, δημιουργώντας ταυτόχρονα διαύλους επικοινωνίας με τις δυνάμεις που έχουν πληγεί περισσότερο από την πρωτοφανή οικονομική κρίση.

Ως εκ τούτου, ή θα ακολουθήσουν με συνέπεια και χωρίς ταλαντεύσεις μια πολιτική διεξόδου από την κρίση ή θα μετατραπούν σε συνοδοιπόρους της καταστροφικής πολιτικής που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί τη χώρα εκτός ευρωζώνης και την κοινωνία σε αποσύνθεση. Οι πολιτικές ηγεσίες γνωρίζουν ότι το δίλημμα αυτό είναι υπαρκτό ακόμη κι όταν στρουθοκαμηλίζουν ή προσπαθούν να μεταφέρουν την ευθύνη ο ένας στον άλλο. Εξάλλου, αν οδηγηθούμε στην έρημο, τότε οι μικροκομματικοί υπολογισμοί θα είναι απλώς μια μικρή λεπτομέρεια – για να μην πω ένα κακό ανέκδοτο.

Η Νέα Δημοκρατία δεν επανήλθε στο πηδάλιο της εξουσίας για να ανοίξει το δρόμο για τη γαλάζια επέλαση στη διοίκηση και στο κράτος, αλλά για να συμβάλει ως κυβερνητικός εταίρος στη διάσωση της χώρας. Γι’ αυτό οφείλει να εμβαθύνει περαιτέρω τη στρατηγική της, ακολουθώντας χωρίς αναστολές μια πολιτική που θα βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις σημερινές ανάγκες και υποχρεώσεις της χώρας και της οικονομίας.

Το ΠΑΣΟΚ, που έχει ταυτιστεί με τη χρεοκοπία της χώρας, οφείλει να εγκαταλείψει τις σκιαμαχίες και τους φτηνούς λαϊκισμούς. Το πλήγμα που έχει υποστεί εξαιτίας της ανερμάτιστης πολιτικής των κυβερνήσεων Παπανδρέου ήταν μεγάλο και ο μόνος τρόπος να επανασυνδεθεί με τις δυνάμεις που έχασε είναι η διατύπωση αξιόπιστης και φερέγγυας πολιτικής πρότασης.

Η ΔΗΜΑΡ, αν θέλει οι διακηρύξεις περί κυβερνώσας αριστεράς να μην μείνουν σχήμα λόγου, είναι υποχρεωμένη να εγκαταλείψει τις ιδεοληψίες και τις αγκυλώσεις της. Η αριστερά της ευθύνης όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται δεν μπορεί να είναι η αριστερά της διαμαρτυρίας και του καταγγελτικού λόγου. Αντιθέτως είναι η αριστερά για τα δύσκολα που δεν διστάζει να στηρίξει ακόμη και επώδυνες αποφάσεις όταν είναι αναγκαίες για τη χώρα, για την οικονομία, για τους πολίτες.

Κοντολογίς πατώντας σε δύο βάρκες οι τρεις εταίροι το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η εξασθένιση της ανθεκτικότητας και της αποτελεσματικότητας της κυβέρνησής τους. Γι’ αυτό χρειάζονται καθαρές στρατηγικές χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις, χωρίς ταλαντεύσεις, αναδιπλώσεις υπαναχωρήσεις.

Αναμφίβολα οι πολιτικές που καλούνται να υποστηρίξουν είναι επώδυνες, αλλά αναγκαίες. Όμως μόνο με τη δημοσιονομική εξυγίανση θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την ανάταξη της χώρας και την αναζωογόνηση της οικονομίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *