Η διάρρηξη των σχέσεων της πολιτικής με την ηθική αποτελεί σημαντική παθογένεια. Υπήρχε πριν από την κρίση. Δυστυχώς εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και σήμερα.
Ήταν και είναι δείκτης του κυνισμού και του αμοραλισμού που αναπτύσσεται σε όλους τους κομματικούς βιότοπους. Εξ ου και το γενικευμένο κλίμα απαξίωσης των εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος. Έτσι ερμηνεύεται και η κρίση νομιμοποίησης και εκπροσώπησης της πολιτικής και των πολιτικών.
Η αποξένωση της πολιτικής τάξης από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Ούτε προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Αντιθέτως, είναι αποτέλεσμα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς που επιδεικνύει μια σημαντική μερίδα των βουλευτών και των στελεχών από όλο τα κομματικό φάσμα.
Πράξεις όπως αυτή των πρώην βουλευτών που διεκδικούν αναδρομικά, επικαλούμενοι την εξίσωση των αποδοχών τους με αυτές του προέδρου του Αρείου Πάγου δηλητηριάζουν περαιτέρω την πολιτική ζωή του τόπου. Το μήνυμα που εκπέμπουν με τη δικαστική διεκδίκηση αποτελεί καίριο πλήγμα για την αξιοπιστία, για τη φερεγγυότητα της πολιτικής τάξης.
Η ενέργειά τους αντιστρατεύεται το ήθος που οφείλουν να επιδεικνύουν τα πολιτικά πρόσωπα. Πόσω μάλλον σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση έχει πλήξει δραστικά τα εισοδήματα της συντριπτικής πλειονότητας των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Το χειρότερο είναι ότι οι συγκεκριμένοι εκπρόσωποι αποδεικνύονται ανάλγητοι και αδιάφοροι για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του τόπου μας. Ζητώντας τα αναδρομικά βάζουν νερό στο μύλο των πιο ακραίων αντικοινοβουλευτικών αντιλήψεων, επιτρέποντας στις συντηρητικές δυνάμεις να πυροβολούν ασύστολα και χωρίς διακρίσεις το δημοκρατικό πολίτευμα και τους εκπροσώπους του.
Η πράξη τους δεν είναι μόνο προκλητική και κατάπτυστη. Δείχνει ότι στον χώρο της πολιτικής υπάρχει ηθικό έλλειμμα. Όλα τα άλλα που λέγονται και ακούγονται είναι κούφια λόγια.