Αθλητική εφημερίδα Φως
17 Απριλίου 2002
Συνέντευξη στη Βίκυ Φλέσσα
Παραμονή της 28ης Οκτωβρίου, πριν από 44 χρόνια, η μητέρα του Γιώργου Πανταγιά έμπαινε κοιλοπονώντας στο μαιευτήριο Ρεθύμνου, έχοντας διανύσει μια κουραστική απόσταση ανάμεσα στα βουνά της Κρήτης. Μόλις που πρόφτασε να δρασκελίσει την πόρτα, και το τρίτο παιδί της οικογένειας, έπειτα από δύο κόρες, ήρθε στον κόσμο. Το κοπέλι, που βιαζόταν να πει «όχι!», πριν από την εθνική επέτειο, απέκτησε πνεύμα αντιρρησία και έμαθε μεγαλώνοντας ότι στο σόι του κρατάει ακόμη μια βεντέτα. Αυτή η κρητική διαμάχη στάθηκε και η αιτία η οικογένειά του να μη λέγεται πλέον Βρανά, αλλά Πανταγιά, όνομα που το χρωστάει στον παππούλη του, ο οποίος τιμούσε ιδιαιτέρως την τσικουδιά και πολλές φορές την ημέρα, σηκώνοντας το ποτήρι του έλεγε την κρητική ευχή «Πάντα γεια».
Στα οχτώ του χρόνια ο Γιώργος Πανταγιάς με τις τρεις αδελφές του και τους γονείς του μετακόμισε στον Κορυδαλλό και ο μικρός μοίραζε τον καιρό του στο σχολείο, στις αλάνες όπου έπαιζε μπάλα, και τα πλοία, κρατώντας συντροφιά στον «μπατσιμάνη» (ο φύλακας των πλοίων) πατέρα του. Στα 17 του έγινε αυτός ο προστάτης της οικογένειας, αφού με το θάνατο του πατέρα του, έμεινε ο μοναδικός άντρας στο σπίτι με τέσσερις γυναίκες. Πήγε τότε στο νυχτερινό σχολείο κι άρχισε να δουλεύει από εδώ και από κει, για να βοηθήσει το σπίτι. Εγκατέλειψε τα όνειρα τα ποδοσφαιρικά, την επιθυμία να γίνει σκηνοθέτης και έδωσε εξετάσεις για την Πάντειο.
Πολλά άλλαξαν από τότε, αλλά όχι όλα. Ο Γιώργος Πανταγιάς εξακολουθεί να μένει στον Κορυδαλλό, να τιμά τα πνεύματα και τα … οινοπνεύματα, με προτίμηση στο καλό κρασί και την τσικουδιά, να μην καπνίζει – «καθαρός» από τότε που γεννήθηκε – , να περνά τα βράδια του στις ταβέρνες με φίλους.
Τον τελευταίο χρόνο, όμως, έκοψε το μουστάκι, που είχε από τα εφηβικά του χρόνια, σημάδι κατατεθέν της Κρήτης. Όχι επειδή στο ΠΑΣΟΚ είχε ενσκήψει η μόδα «εκσυγχρονισμός και λεπίδι στα μουστάκια!», αλλά γιατί κατάλαβε – όπως λέει ο ίδιος χαριτολογώντας – ότι στις γυναίκες αρέσουν πιο πολύ τα γένια τριών ημερών!
Σε πολλούς, πάντως, δεν άρεσε και εξακολουθεί να μην αρέσει ο Πειραιώτης με την κρητική καταγωγή. Και είναι τραγική ειρωνεία για έναν δημοσιογράφο να διαβάζει στις εφημερίδες σχόλια για τον μακιαβελικό υπόγειο τύπο, που κάνει ό, τι θέλει στου Μαξίμου, δίχως ο ίδιος να μπορεί να αντιδράσει και να υπερασπισθεί τον εαυτό του.
Τα πράγματα είναι αγριεμένα ειδικά τώρα, που ακούγεται πως θέλει να κατέβει υποψήφιος στη Β΄ Πειραιώς. Ο ίδιος, αν τον ρωτήσεις, ετοιμόλογος και με χιούμορ πάντα, απαντά: «Μα, κάθε μέρα κατεβαίνω στον Πειραιά!». Αν, όμως, κυκλοφορήσεις μαζί του στην πόλη του, θα τον ακούσεις σχεδόν να μονολογεί, καθώς κοιτάζει τις υποβαθμισμένες γειτονιές: «Μα είναι δυνατόν να μην έχει γίνει εδώ αυτό, εκεί εκείνο, να μην έχουμε αυτό, να μην, να μην …».
Γιατί Ολυμπιακός, κύριε Πανταγιά, και από πότε;
Μα γιατί είναι μεγάλη ομάδα, είναι ο Θρύλος. Και το κυριότερο απ’ όλα γιατί είναι η τρέλα μας αλλά και το συλλογικό υποσυνείδητό μας.
Αλήθεια από πότε είστε φανατικός Ολυμπιακός ή αλλιώς γαύρος;
Από την ηλικία των 5 ετών, θυμάμαι τον εαυτό μου φανατικό γαύρο. Ο Ολυμπιακός ήταν το μεγάλο μας πάθος από την εποχή που παίζαμε στις αλάνες.
Μεγαλώσατε στον Πειραιά;
Γεννήθηκα στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο και από την ηλικία των 8 ετών έως σήμερα, μένω στον Πειραιά, στον Κορυδαλλό. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, σε μια από τις συνοικίες του Πειραιά, ήταν φυσικό τα ολυμπιακά μου αισθήματα να είναι αρκετά ισχυρά. Άλλωστε μην ξεχνάτε ότι ο Ολυμπιακός είναι ταυτισμένος με το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά. Γι’ αυτό και όλη εκείνη η γαλαρία των συνοικιών του Πειραιά οι φίλοι των παιδικών μου χρόνων, ήταν και παραμένουν φανατικοί Ολυμπιακοί. Μεγαλώσαμε παίζοντας τόπι και φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού στα μικρά και μεγάλα γήπεδα του Πειραιά.
Ο Ολυμπιακός τι είναι για εσάς;
Θα’ λεγα ότι είναι το συλλογικό μας εγώ. Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν. Η Ελλάδα άλλαξε, ο Πειραιάς άλλαξε, όμως, ο Ολυμπιακός παραμένει μια σταθερή αξία κι ένα μόνιμο σημείο αναφοράς για εμάς τους Πειραιώτες.
Το οποίο όπως βλέπω, δεν το κρύβετε καθόλου.
Τον Ολυμπιακό τον καταλαβαίνεις από ένα μίλι μακριά. Είναι ντόμπρος, λαϊκός, μπεσαλής, φωνακλάς, συναισθηματικός και φτωχός.
Ε, όχι και φτωχός!
Ο Ολυμπιακός είναι οι νότιοι. Οι από κάτω. Οι πληβείοι του Πειραιά, της ελληνικής επαρχίας. Σε αντίθεση με τους άλλους, τους πρωτευουσιάνους, τους κυριλέδες του Παναθηναϊκού.
Σας υποσχόταν το ποδόσφαιρο τότε στις αλάνες της πόλης έναν άλλο κόσμο;
Το ποδόσφαιρο και σήμερα, αλλά κυρίως τότε εξέφραζε το συλλογικό υποσυνείδητο. Ήμασταν πιο κοινωνικοί από τα σημερινά παιδιά. Εμείς δεν κλεινόμασταν στο σπίτι να παίζουμε μπάλα στους υπολογιστές, όπως γίνεται σήμερα. Όλα τα απογεύματα παίζαμε ποδόσφαιρο στη γειτονιά μας, το άγχος μας, η αγωνία και η προσμονή ήταν να τελειώσουμε τα μαθήματά μας χειμώνα – καλοκαίρι, για να βγούμε επιτέλους έξω να παίξουμε. Κέρδισα πολλά από εκείνα τα απογεύματα…
Πρέπει να σας πω ότι πριν από τρία χρόνια, όταν ταξίδεψα στο Ρίο της Βραζιλίας επέστρεψα χρόνια πίσω. Μου έκανε εντύπωση και είδα εικόνες, που με γύρισαν στη δεκαετία του ΄60 την Ελλάδα. Σε όλο το Ρίο μέχρι πολύ αργά το βράδυ όλα τα παιδιά, πιτσιρίκια από τριών χρόνων και πάνω, έπαιζαν ποδόσφαιρο στους δρόμους και τις αλάνες, ακόμη και μέσα στη θάλασσα και την πλαζ. Όπως τότε εμείς στον Πειραιά, την Κοκκινιά, την Καστέλλα, τη Δραπετσώνα…
Σε ποια θέση παίζατε εσείς τότε;
Επίθεση, πάντα επίθεση κατά μέτωπο!
Δηλαδή σέντερ – φόρ;
Ναι και μάλιστα ένα φεγγάρι και εξτρέμ…
Δικαιολογείται αυτό και πολιτικά, αν αναλογιστούμε ότι κάποτε περάσατε από τις γραμμές του ΕΚΚΕ, των μαοϊκών, των τροτσκιστών, των αριστεριστών, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς
Ναι και μάλιστα, μου το θύμισε πρόσφατα ένας φίλος, με τον οποίο παίζαμε μαζί μπάλα. Ότι δηλαδή υπάρχει μια εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στη φανέλα, που φορούσα με το νούμερο 7, το αριστερό εξτρέμ και των πολιτικών μου διαδρομών, που ήταν ακραίες…
Μιλώντας, πάντως, για τα άκρα να σας πω ότι ο Βύρων Πολύδωρας σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο «ΦΩΣ» είχε φορέσει τη φανέλα σας, δηλαδή το νούμερο 7 στον κ. Σημίτη. Το δεύτερο, ότι ο Μίλαν Κούντερα στο βιβλίο του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» επισημαίνει ότι οποιαδήποτε μορφή εξτρεμισμού είναι μεταμφιεσμένη επιθυμία θανάτου…
Ναι, συμφωνώ με αυτόν τον στοχασμό και είναι φορές, που σκέφτομαι πως είναι ωραίο το ζην επικινδύνως, το vivere pericolosamente. Γι’ αυτό και τα τελευταία έξι χρόνια βιώνω την πολιτική μου παρουσία σε αυτή την κατάσταση.
Επικίνδυνη δουλειά κάνετε, κύριε Πανταγιά;
Όχι ακριβώς, αλλά θα έχετε διαπιστώσει ότι αυτά τα 6 χρόνια είμαι ένα πρόσωπο, το οποίο βρίσκεται, μάλλον, στη μεθόριο. Ζώντας εκεί, ζεις επικινδύνως.
Δεν εκτίθεστε και πολύ, όμως…
Εκτίθεμαι, αλλά επιλέγω τον τρόπο εγώ.
Δεν δίνετε συχνά συνεντεύξεις, μοιάζετε σε αυτό με τον κ. Σημίτη…
Η αλήθεια είναι ότι αποφεύγω τον τηλεοπτικό φακό, αλλά μην ξεχνάτε ότι έχω εκτεθεί πολλές φορές και πολύ με τα όσα έχω υποστηρίξει. Άλλωστε, αυτήν θεωρώ ουσιαστική έκθεση…
Η πιο δύσκολη στιγμή σας αυτά τα έξι χρόνια δίπλα στον Πρωθυπουργό της χώρας ως σύμβουλός του επί θεμάτων Τύπου, ποια ήταν;
Ήταν οι πρώτες στιγμές αυτής της διαδρομής, από την εκλογή του Σημίτη στις 18 Ιανουαρίου 1996, διότι όπως θα θυμάστε ήταν μια φάση δύσκολη…
Παίχτηκε δηλαδή, στα πέναλτυ…
Ναι, χρειάστηκε παράταση και … χτυπήσαμε πέναλτυ. Το αποτέλεσμα κρίθηκε στην τελική ευθεία, δηλαδή στα τελευταία λεπτά. Είχα πιστέψει βαθιά σε αυτό το εγχείρημα, ήθελα να πετύχει και όλα κρέμονταν από μια κλωστή…
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ
Ό σύμβουλος Τύπου του Πρωθυπουργού έχει διαβάσει και έχει ακούσει πολλά για τον ρόλο, που διαδραματίζει στα υπόγεια του Μαξίμου. Πράγματι το γραφείο του βρίσκεται στο υπόγειο του υπέροχου οικοδομήματος, που δώρισε στο κράτος ο βιομήχανος Μάξιμος και ήταν μέχρι πριν από είκοσι χρόνια χώρος φιλοξενίας υψηλών προσκεκλημένων της ελληνικής κυβέρνησης. Από τους Έλληνες Πρωθυπουργούς μόνον ο Ανδρέας Παπανδρέου έμενε εκεί και τις νύχτες για ένα φεγγάρι, όταν επέστρεψε από το Χέρφιλντ, προκειμένου να μην ταλαιπωρείται από τις μετακινήσεις.
Μια μικρή σκάλα αμέσως δεξιά από την κύρια είσοδο οδηγεί στο υπόγειο, όπου ο Γιώργος Πανταγιάς περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας του. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με το «ΦΩΣ» είχε ζητήσει να καταγραφούν όλες οι κλήσεις και τα τηλεφωνήματα και σήκωσε, ζητώντας ευγενικά «συγνώμη για την διακοπή!» μόνον το πορτοκαλί τηλέφωνο. Οι δημοσιογράφοι αλλά και όσοι τον αναζήτησαν ήξεραν ότι θα τους απαντούσε αμέσως, μόλις θα ήταν δυνατόν. Αυτή ακριβώς η συνεπής ανταπόκριση ήταν ό,τι είχε εντυπωσιάσει τον ίδιο στην πρώτη επικοινωνία του με τον Κώστα Σημίτη.
Από πότε και πως γνωριστήκατε με τον Πρωθυπουργό;
Γνωριστήκαμε το 1985, όταν ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και είχε ξεκινήσει να εφαρμόζει το πρόγραμμα σταθεροποίησης, με αποτέλεσμα να προκληθούν πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις. Έχω μια τάση να συντάσσομαι με όσους βάλλονται. Πήρα, λοιπόν, τότε την πρωτοβουλία και τηλεφώνησα στο γραφείο του…
Πού δουλεύατε τότε, τι κάνατε;
Δούλευα στο περιοδικό ΕΝΑ ως δημοσιογράφος, αλλά είχα και μια κομματική δραστηριότητα έντονη, αρθρογραφώντας σε ένα θεωρητικό περιοδικό που έβγαζε τότε το ΠΑΣΟΚ υπό τον τίτλο «Σοσιαλιστική Θεωρία και Πράξη». Αποφάσισα, λοιπόν, να τηλεφωνήσω στο γραφείο του και να ζητήσω εγώ ο άγνωστος μια κουβέντα μαζί του.
Ποια ήταν η πρώτη εντύπωσή σας;
Κατ’ αρχάς, μου έκανε εντύπωση ότι το γραφείο του ανταποκρίθηκε αμέσως. Βέβαια, γνώριζαν την επαγγελματική μου ιδιότητα και την κομματική μου, διότι τότε ήμουν μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ στη Β΄ Πειραιώς. Σημασία είχε, όμως, ότι ανταποκρίθηκε αμέσως, συνάντησα τον ίδιον την επόμενη ημέρα και είχα την ιδέα να τον προσκαλέσω σε μια εκδήλωση, που διοργάνωσα τότε στον Πειραιά στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, προκειμένου να μιλήσει για τις πολιτικές του θέσεις. Δεν σας κρύβω ότι αυτή η πρωτοβουλία μου είχε ένα κόστος. «Έφαγα» έξι μήνες…κόκκινη κάρτα, δηλαδή διαγραφή από το ΠΑΣΟΚ, διότι θεωρήθηκε ότι λειτούργησα αντικομματικά…
Ακούγεται επιεικώς αντιδημοκρατικό και ανελεύθερο. Γιατί να μην υπάρχει η άλλη άποψη;
Τότε το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε ότι πρέπει να υπάρχει ενιαία σκέψη, όχι απλώς ενιαία άποψη. Καταλαβαίνεται λοιπόν… Έτσι γνωρίστηκα με τον Σημίτη…
Και έκτοτε;
Διατηρούσα μια επαφή…
Αραιά και πού ή συχνά;
Αραιά και πού, η οποία ενισχύθηκε το ΄89, όταν ως Πειραιώτης αισθάνθηκα την ανάγκη να τον βοηθήσω τότε που ήταν βουλευτής Πειραιά σε μια εποχή, μάλιστα, που ήταν και πάλι βαλλόμενος στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Από τότε «έδεσα» πιο πολύ μαζί του και το ΄94, οπότε ανέλαβε υπουργός Βιομηχανίας, με κάλεσε να έχω την ευθύνη των θεμάτων Τύπου όχι στο υπουργείο αλλά στο πολιτικό του γραφείο.
Έχετε πάει ποτέ μαζί με τον κ. Σημίτη στο γήπεδο;
Πήγαμε μια φορά..
Πώς τον «ψήσατε», διότι δεν φαντάζομαι να είναι και πολύ του γηπέδου ο Πρωθυπουργός. Αυτή ήταν η μια και μοναδική;
Όχι, τώρα δεν πηγαίνει συχνά. Παλαιότερα πήγαινε μερικές φορές ως βουλευτής Πειραιά στο Καραϊσκάκη.
Πότε καθίσατε, λοιπόν, δίπλα του στην κερκίδα;
Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ήταν το κύπελλο Ευρώπης Παναθηναϊκός – Άγιαξ.
Τότε, που αναβίωσε η ιστορία του Γουέμπλεϋ με νικητή αυτή τη φορά τον Παναθηναϊκό;
Ναι, εκεί πήγαμε, διότι ήταν ένας αγώνας με υψηλό ενδιαφέρον…
Συζητάτε ποδοσφαιρικά, υπάρχει χρόνος και διάθεση;
Πού και πού. Πριν από μια σύσκεψη, αν την προηγούμενη μέρα υπήρχε ένας σημαντικός αγώνας, ναι.
Βλέπει ποδόσφαιρο στην τηλεόραση ο κ. Σημίτης;
Ναι. Κυρίως ξένες ομάδες.
Υποστηρίζει καμία, εκτός Ολυμπιακού;
Όχι, είναι όμως γνωστό και δεδηλωμένο ότι και ως Πειραιώτης είναι Ολυμπιακός!
ΓΥΝΑΙΚΑ – ΜΠΑΛΑ: ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ …
Γυναίκα και μπάλα διεκδικούν τον τίτλο των … αιωνίων αντιπάλων. Ο Πειραιάς, πάντως, έχει μια γυναικεία ομάδα ποδοσφαίρου, την «Α. Σ Ένωση Δόξα – Άρτεμις Δραπετσώνα ΄97». Δύο γυναικείες ομάδες, δηλαδή που συγχωνεύθηκαν σε μια με αξιώσεις, αφού οι γυναίκες έχουν πάρει δύο φορές το πρωτάθλημα, πρόσφατα κέρδισαν με 4-0 εκτός έδρας την Κοζάνη και έχουν στη σύνθεση της ομάδας τέσσερις παίκτριες, που συμμετέχουν στην Εθνική Γυναικών, την Σπυριδούλα Βαρδίκου, την Ξένια Γκιοφσένογλου, την Κατερίνα Δράκου και την Βιργινία Σκορδογιάννη.
«Το σημαντικότερο πρόβλημα, που αντιμετωπίζουν οι κοπέλες» – επισημαίνει στο «ΦΩΣ» ο αντιπρόεδρος της ομάδας κ. Νίκος Λημναίος – «είναι η δουλειά ή η ανεργία, καθώς υπάρχουν κορίτσια με πτυχίο, που δουλεύουν στις ταχυμεταφορές, τα κούριερ. Κάνουν προπόνηση, πάντως, τρεις φορές την εβδομάδα. Πώς τις αντιμετωπίζουν οι άνδρες; Στην αρχή με ελαφρά ειρωνεία. Όταν, όμως, τις δουν να παίζουν, αλλάζουν γνώμη, διότι συνειδητοποιούν πώς θα μπορούσαν άνετα να σταθούν μέσα σε μια ανδρική ομάδα και ίσως καλύτερα από ορισμένους…Οπότε, τα σχόλια πάνε περίπατο…».
Μέσα στο γήπεδο της Δραπετσώνας, μουρμουρίζοντας δυσαρεστημένος, γιατί θα ήθελε να έχει χόρτο και καλύτερη οργάνωση, ώστε να γίνει πόλος έλξης αθλητισμού ο Γιώργος Πανταγιάς, πανευτυχής ανάμεσα σε τόσες γυναίκες ανταλλάσσει κουβέντες και μπαλιές.
Γυναίκα – μπάλα: Σημειώσατε, τι; Α, αυτός θα ήθελε και τις δυο…νικήτριες!
Η γυναίκα με τη μπάλα πάντως, δεν τα πάνε καλά…
Ναι, πράγματι…Αλλά πρέπει να σας πω ότι εντυπωσιάστηκα στη Βραζιλία, στο Μαρακανά. Εκεί, στο μεγάλο ναό του ποδοσφαίρου είδα πολλές γυναίκες από 16 ετών έως 60 χρόνων να παρακολουθούν τον τελικό Κυπέλλου Βραζιλίας με …ανδρικό ενδιαφέρον!
Όμως, γιατί γενικότερα υπάρχει ανταγωνισμός, επειδή και τα δύο είναι θηλυκά, τι λέτε εσείς;
Η αλήθεια είναι –και ελπίζω να μην παρεξηγηθώ- ότι η γυναίκα ως γένους θηλυκού δεν τα πάει γενικώς καλά με τα άλλα θηλυκά. Δείτε τι συμβαίνει με την μπάλα, με την πολιτική, με την επιστήμη…
Με την τέχνη κάπως καλύτερα, έχουμε περισσότερες γυναίκες στον καλλιτεχνικό χώρο από τους υπόλοιπους, που προαναφέρατε…
Ναι κάπως καλύτερα. Η θέση της γυναίκας, πάντως, και η ενεργός συμμετοχή της στα κοινά είναι θέμα, που χωρά πολύ μεγάλη συζήτηση… Σε έναν βαθμό, πιστεύω ότι η μπάλα είναι για τον άντρα το υποκατάστατο της παρουσίας της γυναίκας ή και της απουσίας της μερικές φορές.
Ίσως έτσι και να εξηγείται ο ανταγωνισμός. Άλλωστε, την μπάλα οι άντρες την κάνετε ό,τι θέλετε. Την κλωτσάτε, βρίσκεται πάντα στα πόδια σας…
Βασικά την αγαπάμε και είμαστε παθιασμένοι μαζί της, είναι το μεγάλο μας πάθος και δη, ομολογημένο. Όσο για το ότι την κάνουμε ό,τι θέλουμε μην είστε τόσο σίγουρη. Η μπάλα είναι στρογγυλή, άλλοτε μας κάνει τα χατίρια κι άλλοτε τιμωρεί.
Έχετε τσακωθεί, κύριε Πανταγιά, με γυναίκα εξαιτίας του ποδοσφαίρου; Διότι λ.χ. έχετε προτιμήσει έναν αγώνα από μία έξοδο μαζί της;
Όχι γιατί οι γυναίκες –όλες οι σωστές γυναίκες- κατανοούν την ιδιαίτερη σχέση που έχει ο άντρας με την μπάλα.
ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟ ΘΡΑΝΙΟ
Φανατικός αναγνώστης του «ΦΩΤΟΣ» από τα μαθητικά του χρόνια ο Γιώργος Πανταγιάς πλήρωσε αυτή την αδυναμία του με …κόκκινη κάρτα από το σχολείο. Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο Κορυδαλλού, από τα θρανία του οποίου είχε περάσει νωρίτερα και ο Παναγιώτης Γιαννάκης.
Το «ΦΩΣ» λέει ο κ. Πανταγιάς «ήταν η εφημερίδα που αγοράζαμε πάντα στα σχολικά μας χρόνια, ήταν η καθημερινή μας πράξη, το…Ευαγγέλιο. Βγαίναμε από το σπίτι το πρωί, για να πάμε στο σχολείο, και το πρώτο μας μέλημα ήταν να αγοράσουμε το «ΦΩΣ», αλλιώς ήμασταν …τυφλοί. Το διαβάζαμε, το ξεκοκαλίζαμε δηλαδή, στα διαλείμματα ή ακόμα και μέσα στην τάξη, κρυμμένο κάτω από το θρανίο».
Έτσι όπως είναι και μεγάλου σχήματος θα σας δυσκόλευε λίγο, να γυρίσετε σελίδα ε;
Ναι με κρυφές ματιές και κίνδυνο. Μία φορά, λοιπόν, στο μάθημα των Αρχαίων και ενώ ο φιλόλογος μάς μιλούσε για το Θουκυδίδη, εγώ διάβαζα για τα κατορθώματα του Δεληκάρη, του Γκλέζου, του Γιούτσου. Με συνέλαβε να διαβάζω, με έβγαλε που λένε στη σέντρα την άλλη μέρα το πρωί και ο γυμνασιάρχης, που ήταν σκληρός –ήταν άλλωστε και η εποχή τότε φορτισμένη, ζούσαμε στη χούντα- μου έριξε δύο ημέρες αποβολή έπρεπε, μάλιστα την επομένη να πάω με τον κηδεμόνα μου. Είχε πεθάνει ο πατέρας μου, πήγα με τη μάνα μου…
Ωχ, φάγατε άλλη κόκκινη από τη μητέρα σας; Πώς αντέδρασε;
Η μάνα μου είχε μια φυσιολογική αντίληψη για το ποδόσφαιρο, πίστευε και πιστεύει ότι είναι μια δημιουργική ενασχόληση, απαραίτητη για το παιδί κι έτσι έπεσα στα μαλακά. Ήταν της άποψης και εξακολουθεί να το πιστεύει τώρα πια από τη θέση της γιαγιάς των παιδιών μου, πως ο αθλητισμός δίνει διέξοδο, είναι ασπίδα προστασίας. Μάλιστα, εκείνα τα χρόνια ήθελε να με κάνει και λυκόπουλο, πρόσκοπο.
Ήσαστε καλός μαθητής;
Προς το καλό, μισούσα τα Αρχαία, λάτρευα τα Μαθηματικά.
Είχατε σκεφτεί να γίνετε ποδοσφαιριστής ή αθλητής τότε;
Ναι το ήθελα πάρα πολύ, αλλά ήταν μια επιθυμία, που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πράξη.
Σκεφτόσασταν ότι είναι ένας δρόμος αβέβαιος και χρειαζόταν να επιλέξετε ένα σίγουρο επάγγελμα;
Μου άρεσε, αλλά μάλλον δεν είχα το απαιτούμενο ταλέντο για να ανατείλει ένας νέος αστέρας στο χώρο του ποδοσφαίρου! Ένα φεγγάρι, πάντως πέρασα από τα «τσικό» του Ολυμπιακού, στις προπονήσεις και είμαι μέλος του Συνδέσμου εδώ και 25 χρόνια. Η ομάδα τότε είχε οργανώσει ένα πολύ ωραίο σύστημα ανεύρεσης νέων ταλέντων. Κάθε Τετάρτη μπορούσε να πάει ένα παιδί για να δει πόσο αντέχουν τα πόδια του. Εγώ σε ηλικία 13 ετών πήγα 2-3 φορές, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία στον βοηθητικό χώρο, δίπλα από το Καραϊσκάκη.
Έχετε ενθύμια από εκείνη την εποχή;
Είχα δύο και μοναδικές φωτογραφίες, οι οποίες ήταν ευαγγέλιο για μένα. Τις κρατούσα ως κόρη οφθαλμού μέσα στη σάκα μου κι ένα βράδυ σκοτεινό έπιασε μια μεγάλη καταιγίδα -όπως λέει και ο Τερζής, «να πιάσει, Θεέ μου μια βροχή, μια καταιγίδα»- και εγώ διασχίζοντας τη γνωστή λεωφόρο Αθηνών που χωρίζει Κορυδαλλό και Νίκαια, έπεσα σε ένα μεγάλο ποτάμι που κατέβαινε από το βουνό…
Πνιγόταν και τότε η Αθήνα…
Ναι, στραβοπάτησα, λοιπόν, πήρε το ποτάμι τη σάκα μου και πάνε οι φωτογραφίες, που είχα κάνει εικόνισμα…
ΜΙΑ ΠΟΛΗ, ΤΡΕΙΣ ΟΜΑΔΕΣ
Συγχώνευση των τριών ομάδων του Πειραιά με επικεφαλής τον Ολυμπιακό προτείνει ο Γιώργος Πανταγιάς, ο οποίος ως λάτρης της σημειολογίας επιχειρεί να αναλύσει το φαινόμενο «Ολυμπιακός» και θυμάται το ξύλο που έφαγε και έριξε για την ομάδα…
Αναρωτιέμαι, υπάρχει στον Πειραιά άνθρωπος που να μην είναι Ολυμπιακός; Ξέρετε εσείς τέτοιον κόσμο στις παρέες σας;
Αποτελούν εξαίρεση. Ο Ολυμπιακός έχει τα πρωτεία στην καρδιά του κόσμου. Η δεύτερη κατά σειράν ομάδα είναι η Προοδευτική, ειδικά στον Κορυδαλλό, που είναι και η έδρα της ομάδας. Στα καφενεία και τις ταβέρνες του Κορυδαλλού συζητάμε πάντα για ποδόσφαιρο, υπάρχει ένταση, γιατί οι Ολυμπιακοί είναι ζωηροί, είναι αψίκοροι. Οι Πειραιώτες γενικότερα είναι εξωστρεφείς άνθρωποι…
Πώς εξηγείτε αυτή την εξωστρέφεια;
Το φαινόμενο «Ολυμπιακός» κανείς δεν έχει καταφέρει να το αναλύσει μέχρι σήμερα. Πώς εξηγείται δηλαδή, η ταύτιση μιας πόλης τόσο πολύ με μια ομάδα. Όσοι είναι Ολυμπιακοί έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Ήταν η ομάδα του προλεταριάτου, του εργαζόμενου λαού. Επίσης, είναι ιδιαίτερη η σχέση των φιλάθλων με την ομάδα, λ.χ. όταν ο Ολυμπιακός είναι στα κάτω του, προσέξτε ότι ο φίλαθλος και ο οπαδός πηγαίνουν πιο συχνά στο γήπεδο, στέκονται πιο κοντά στην ομάδα, νιώθουν την ανάγκη να της συμπαρασταθούν. Αυτό είναι ένα φαινόμενο, που αξίζει κάποιος να το μελετήσει… Αν είχα το χρόνο πολύ θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο, στο οποίο να εξηγούσα, γιατί το προλεταριάτο είναι με τον Ολυμπιακό.
Επιγραμματικά έχετε μία εξήγηση;
Το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα εκείνο, με το οποίο οι λαϊκές μάζες είχαν και έχουν μια ιδιαίτερη σχέση. Σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι κυριλέδες ήταν με τον Παναθηναϊκό στην Αθήνα, η μεσοαστική και η αστική τάξη…
Παρότι ο Ολυμπιακός είχε πρόεδρο τότε τον εφοπλιστή Γουλανδρή…
Δεν έχει σημασία. Ο εφοπλισμός ήταν ταυτισμένος με τον Ολυμπιακό, με το λιμάνι, με τους μαουνιέρηδες.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους κυριλέδες της Αθήνας…
Οι Ολυμπιακοί είναι τα παιδιά του λαού, αυτή είναι και η δύναμη της ομάδας, ο κόσμος της…
Πηγαίνετε τώρα συχνά στο γήπεδο;
Όταν παίζει ο Ολυμπιακός στην έδρα του συνήθως πηγαίνω. Τελευταία φορά πήγα στον επεισοδιακό αγώνα με τον Παναθηναϊκό, παρ’ ότι ήταν στη Λεωφόρο.
Πώς ήταν;
Σκούρα τα πράγματα, διότι καθόμουν σε ένα σημείο, όπου ήμουν ψιλοεκτεθειμένος. Το μετάνιωσα που πήγα.
Έχετε φάει ξύλο στο γήπεδο, έχετε ρίξει;
Ναι και τα δύο σε έναν αγώνα Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού στην Αλεξάνδρας το 1972, εποχή χούντας. Τελειώνει, λοιπόν, το ματς, ο Ολυμπιακός έχει κερδίσει με 2-0, βγαίνουμε να πανηγυρίσουμε στη λεωφόρο και μπροστά μας βρίσκεται ξαφνικά ο Νίκος Σταυρίδης, ο ηθοποιός, ο οποίος ήταν τρελός Ολυμπιακός. Ερχόταν, μάλιστα, στους αγώνες με φανέλα, σορτσάκι και σφυρίχτρα ! Μας παίρνει, λοιπόν, από τη λεωφόρο και πανηγυρίζοντας πηγαίνουμε στο ΡΕΞ, όπου τότε έπαιζε. Βγαίνει, στο μπαλκόνι του θεάτρου, λέμε τον ύμνο του Ολυμπιακού εν χορώ και φεύγουμε κατευθυνόμενοι προς την Ομόνοια. Εκεί βρισκόταν μία ομάδα οπαδών του Παναθηναϊκού. Ε, δεν ήθελε και πολύ το πράγμα, να εξελιχθεί σε σύγκρουση… Έφευγαν καρέκλες από το ΝΕΟΝ το παλιό, σανίδια και διάφορα…φονικά όπλα. Το αποτέλεσμα ήταν, αντί να πάω στο σπίτι, να καταλήξω στο Κρατικό Νοσοκομείο του Πειραιά με χτυπημένο χέρι… Παιδικές τρέλες… Λένε ότι η ανάμνηση είναι πληγή. Νομίζω, όχι πάντοτε…
Στην τηλεόραση βλέπετε συχνά αγώνες;
Ναι, όταν θέλω να χαλαρώσω και να ξεκουραστώ, καταφεύγω στο ποδόσφαιρο, για να ισορροπήσω από την παραδοξολογία και την τρέλα της καθημερινότητας, που βιώνω…
Ποια ομάδα από τις ελληνικές συμπαθείτε περισσότερο, εσείς ένας τρελός γαύρος, όπως δηλώνετε;
Μετά τον Ολυμπιακό είμαι Προοδευτική, αν και δεν έχουν καλή σχέση οι Προοδευτικάριοι με τους Ολυμπιακούς…
Νιώθουν ότι μοιράζονται την ίδια πόλη;
Ίσως. Υπάρχει, πάντως, μια ιστορική διαφορά ανεξήγητη, γιατί είναι και οι δύο ομάδες του Πειραιά. Βέβαια, η πόλη έχει και μία τρίτη ομάδα μεγάλη η οποία τα τελευταία χρόνια δυστυχώς διέρχεται κρίση, τον Εθνικό.
Τρεις ομάδες στην ίδια πόλη…
Ναι, και προτείνων την εποχή των συγχωνεύσεων που ζούμε να δούμε και τις τρεις να ενώνονται, όπως έγινε και στην αρχή με τον Ολυμπιακό, όταν ενώθηκαν τα σωματεία και οι σύλλογοι της πόλης του μεγάλου λιμανιού: Θέλω να πω, πάντως ότι με την ΑΕΚ είχα μια… συναισθηματική σχέση εδώ και πάρα πολλά χρόνια, διότι είναι μια ομάδα, που συνδέεται με την προσφυγιά. Και εγώ μεγάλωσα σε μια τέτοια περιοχή προσφυγική, τον Κορυδαλλό και την Κοκκινιά. Στο κρίσιμο ματς με τον Ολυμπιακό βεβαίως –δεν το συζητώ- ότι θέλω να κερδίσει η ομάδα μου, δηλαδή ο Ολυμπιακός!.
ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΤΟ ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ
Στον κρίσιμο αγώνα με την ΑΕΚ θα είναι στην κερκίδα. Όχι, δεν θα πάρει τους γιους του μαζί, τον Νικόλα πέντε ετών και τον Αλέξανδρο, που είναι ένα χρόνο μικρότερος, αν και τσακώνεται μαζί τους συχνά, διότι θέλουν να τον ακολουθούν. Πάντως, πολλά πρωινά δίνεται ένα άλλο ματς μεταξύ τους στο σπίτι με διαιτητή τη μητέρα τους Μαρία, όταν πότε ο ένας, πότε ο άλλος, βαμμένοι Ολυμπιακοί, θέλουν να πάνε σχολείο με τη φανέλα του Ολυμπιακού!
Ο Γιώργος Πανταγιάς ασκεί κριτική στην ομάδα και πιστεύει πως στο ματς με την ΑΕΚ χρειάζεται σύνεση και …μοντάρισμα για τη νίκη. Παρότι δηλώνει συμπάθεια προς τους κιτρινόμαυρους, λόγω της προσφυγιάς και επειδή ο ίδιος μεγάλωσε και ζει σε γειτονιά προσφύγων, θεωρεί τη νίκη του Ολυμπιακού δεδομένη, γιατί απλώς –όπως λέει- είναι η καλύτερη ομάδα!
Είστε ικανοποιημένος από την απόδοση του Ολυμπιακού; Θα το πάρει το πρωτάθλημα για έκτη συνεχή χρονιά;
Ο Ολυμπιακός είναι μια ομάδα…κυκλοθυμική, έχει τα σκαμπανεβάσματά του.
Γιατί;
Νομίζω ότι έχει ένα πρόβλημα φέτος ο Ολυμπιακός. Θα έλεγα ότι δεν έχει μοντάρει καλά το σύστημά του, για να παίξει δυναμικά και συλλογικά, παρότι έχει πολύ καλούς παίκτες σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες. Βεβαίως, έχουν περάσει μεγάλοι προπονητές από τον Ολυμπιακό και πιστεύω ότι ο Μπάγιεβιτς έγραψε τη δική του ιστορία στην ομάδα. Κατά τη γνώμη μου, κακώς έφυγε από τον Ολυμπιακό…
Θα πάρει το πρωτάθλημα φέτος;
Βεβαίως, γιατί είναι η καλύτερη ομάδα! Περιμένω με αδημονία το κρίσιμο ματς με την ΑΕΚ. Δεν είναι απλή υπόθεση και θέλει προσοχή.
Ποιους παίκτες θα θέλατε ακόμη στον Ολυμπιακό;
Πιστεύω ότι τα μεγάλα ταλέντα, τελικά, βρίσκονται στις μικρές ομάδες και έχουν καθήκον οι κυνηγοί να τα ανακαλύπτουν. Νομίζω πως έτσι πρέπει να λειτουργήσει και ο Ολυμπιακός, αντί να καταφεύγει σε φίρμες και σε αστέρια με μεγάλες απαιτήσεις που μεσουρανούν. Πρέπει δηλαδή, να ρίξει το βάρος του σε αυτό που έκανε παλιά, να στρέψει το βλέμμα του στο φυτώριο των μικρών ομάδων και να αξιοποιήσει τα άγνωστα ακόμη ταλέντα. Μην ξεχνάμε ότι οι μεγάλες φίρμες ξεκίνησαν, πριν τις γνωρίσουμε, από τις πολύ μικρές ομάδες…
Στο εξωτερικό ποια ομάδα υποστηρίζετε;
Είμαι φανατικός οπαδός του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Μου αρέσει, η δυναμική του, είναι τέχνη…
Δεν έχει πέσει η ποιότητά του τα τελευταία χρόνια;
Ναι, μπορεί, αλλά νομίζω ότι είναι παγκόσμιο φαινόμενο αυτό. Δίχως να καταφεύγω στο παρελθόν, υποστηρίζοντας ότι ήταν καλύτερο από το παρόν και ενδεχομένως και από το μέλλον, πιστεύω ότι στις ημέρες μας το ποδόσφαιρο, έχοντας γίνει πλήρως επαγγελματικό, έχει χάσει το πάθος που είχε, τον αυτοσχεδιασμό του, το… οξυγόνο του, δηλαδή την τρέλα που το χαρακτηρίζει ως στοιχείο της δομής του αθλήματος. Έχει γίνει πλέον πιο φορμαλιστικό, πιο τεχνοκρατικό, πιο προβλέψιμο με αποτέλεσμα να έχει χάσει κάτι απ’ την… άγρια ομορφιά που το χαρακτήριζε.
ΘΟΛΟ ΤΟΠΙΟ
Για τον Γιώργο Πανταγιά η υπερφίαλη ματαιοδοξία παραγόντων του ποδοσφαίρου, που χρησιμοποιούν το άθλήμα για πλουτισμό, προβολή και άσκηση εξουσίας είναι ο λόγος που έχει απομακρυνθεί ο κόσμος από τα γήπεδα.
Αν είχατε τη δύναμη εδώ στην Ελλάδα, τι θα αλλάζατε στον χώρο του ποδοσφαίρου; Ποια είναι η μεγαλύτερη του πληγή;
Κατ’ αρχάς πρέπει να διαλυθεί αυτό το θολό τοπίο της διαφθοράς, της συναλλαγής και των σκανδάλων…
Δεν είναι ανεδαφικό αυτό; Ανέκαθεν δεν υπήρχε διαφθορά και χρηματισμός στο ποδόσφαιρο;
Νομίζω ότι έχει φτάσει πλέον στα όρια της…εξαθλίωσης. Δεν ήταν πάντα έτσι, τόσο πολύ. Πιστεύω ότι στο ποδόσφαιρό έχουν κάνει ζημιά όλοι αυτοί οι περίεργοι τύποι, που είδαν το άθλημα είτε ως μέσο για πλουτισμό, είτε ως εφαλτήριο για την επίτευξη της προσωπικής τους ματαιοδοξίας, χρησιμοποιώντας το ως μοχλό πίεσης και άσκησης εξουσίας. Αυτός, είναι νομίζω και ο λόγος που ο κόσμος πλέον αισθάνεται αποστροφή και αδιαφορία, δεν πηγαίνει στα γήπεδα ή πηγαίνει με κρύα καρδιά.
Εσείς δεν παίρνετε τα δύο αγόρια σας στο γήπεδο;
Όχι, ενώ με πιέζουν πολύ. Τους το έχω κόψει, όμως. Και δεν σας κρύβω ότι στον τελευταίο αγώνα, που πήγα του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό, όπου έγιναν τα έκτροπα το μετάνιωσα.
Ποια ξένη ομάδα υποστηρίζετε;
Εκτός του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου είμαι και φανατικός οπαδός του Άγιαξ. Φαίνεται ότι αγάπησα αυτήν την ομάδα γιατί…έχασε από αυτήν ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϋ, αλλά και λόγω του ονόματός της. Ξέρετε, το όνομα Άγιαξ είναι η απόδοση του αρχαίου ελληνικού ονόματος «Αίας» στα Ολλανδικά και όπως θα γνωρίζετε ο Αίαντας καταγόταν απ’ τη Σαλαμίνα, το γειτονικό νησί του Πειραιά.
Από εδώ το πάτε, από εκεί το φέρνετε, πάλι στον Πειραιά καταλήγουμε. Ας γυρίσουμε όμως στα ποδοσφαιρικά. Τον Παναθηναϊκό πώς τον βλέπετε; Έχει καλή ομάδα;
Εκτιμούσα ιδιαιτέρως παλιές φίρμες του Παναθηναϊκού, τον Δομάζο, τον Καμάρα, τον Αντωνιάδη, τον Ελευθεράκη, τον Οικονομόπουλο. Αλλά και σήμερα ο Παναθηναϊκός έχει ένα καλό σύνολο και αυτό το αποδεικνύει η πορεία του τόσο στο ελληνικό πρωτάθλημα όσο – κυρίως – η πορεία του στην Ευρώπη.
Είδατε το ματς, όπου ο Παναθηναϊκός απεκλείσθη από τους τέσσερεις στο «Τσάμπιονς Λίγκ»;
Ναι, αλλά το μισό. Δεν πρόλαβα, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων.
Πώς νιώσατε;
Αν και Ολυμπιακός, θα ήθελα να προκριθεί στους τέσσερεις. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας συνειδητοποίησα ότι παρά το πάθος για την ομάδα, πρέπει πάντοτε να υποστηρίζουμε τις ελληνικές ομάδες στο εξωτερικό. Η νίκη κάθε ελληνικής ομάδας στο εξωτερικό είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια επιτυχία ενός συλλόγου. Είναι μια επιτυχία της χώρας μας σε διεθνές επίπεδο, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Ο φανατισμός και η μικροψυχία βλάπτουν σοβαρά το ποδόσφαιρο. Νομίζω, άλλωστε , ότι εμείς οι Ολυμπιακοί είμαστε πιο μεγαλόψυχοι!
ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Να κυκλοφορείς με τον Γιώργο Πανταγιά στον Πειραιά, στον Κορυδαλλό, την Κοκκινιά, τη Δραπετσώνα είναι μια περιπέτεια. Ο ίδιος δεν οδηγεί, διότι με το που πήρε το δίπλωμα οδήγησης (με την πρώτη και δίχως λαδιές…) ο δάσκαλος τον συμβούλευσε να μην πιάσει τιμόνι στα χέρια του, καθότι μονίμως αφηρημένος και συχνά νευρικός. Το τίμημα του «ζην επικινδύνως»…Κάθεται, λοιπόν, στη θέση του συνοδηγού και σχολιάζει τα πάντα. Μόλις κατέβει και βρεθεί ανάμεσα σε κόσμο, οι άνθρωποι που γνωρίζουν – ή φαντάζονται διάφορα για τον ρόλο του τον πολιτικό, την δύναμη και την εξουσία – τον πλησιάζουν κι έχουν πάντα κάτι να του πουν ή συχνότερα να ζητήσουν…
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, κύριε Πανταγιά, τα κοινά γνωρίσματα μεταξύ πολιτικής και ποδοσφαίρου;
Η πολιτική αλλά και το ποδόσφαιρο αντιπροσωπεύουν – δίχως δόση υπερβολής – τις δύο όψεις του μεγάλου μου πάθους. Όπως γράφω και στο βιβλίο μου «Τα Διάφανα Τείχη», το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα, «η πολιτική για μένα είναι περιπέτεια ιδεών». Το ίδιο θα υποστήριζα και για το ποδόσφαιρο, διότι απαιτεί φαντασία, αυτοσχεδιασμό, δυναμισμό και είναι απρόβλεπτο. Το ποδόσφαιρο και γενικότερα ο αθλητισμός είναι πράξη βαθύτατης χειραφέτησης, διότι φεύγεις από ένα οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό περιβάλλον και αναμετριέσαι με τις δυνάμεις σου, με τον εαυτό σου, είσαι μόνος μέσα σε έναν χώρο με άλλους κανόνες…
Ταυτόχρονα, όμως είναι και ένα παιχνίδι, που ενισχύει τη συλλογική προσπάθεια, την ομαδικότητα. Πρέπει, όσο καλός και να είσαι, να συνεργαστείς με άλλους δέκα προκειμένου να βγει κάτι καλό. Μαθαίνεις έτσι να στηρίζεσαι στους άλλους αλλά και οι άλλοι σε σένα κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο μάθημα, σε μια εποχή που η ατομικότητα, ο εγωκεντρισμός και η εσωστρέφεια σχεδόν θεωρούνται προσόντα.
Και η σκληρότητα που απαιτείται μέσα στο γήπεδο, εκτίθεσαι και σωματικά σε ενδεχόμενα χτυπήματα, τραυματισμούς…
Πράγματι εκτίθεσαι. Και οι δύο χώροι, πάντως, και η πολιτική και το ποδόσφαιρο βρίσκονται στη σφαίρα, στη ζώνη αυτού που ονομάσαμε «ζην επικινδύνως»
Αν την Κυριακή – για να μιλήσουμε πολιτικά με όρους ποδοσφαιρικούς – είχαμε το ματς των εκλογών μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, ποια τακτική θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας να ακολουθήσει το ΠΑΣΟΚ για να κερδίσει;
Επίθεση σε όλα τα μέτωπα, για να γυρίσουμε το παιχνίδι!
Άρα, το παιχνίδι έχει στραβώσει, για να πρέπει να γυρίσει, όπως λέτε…
Η ομάδα δεν έδειξε τον ενθουσιασμό, που θα έπρεπε. Μάλλον υποτίμησε τους αντιπάλους και δεν εννοώ τη Νέα Δημοκρατία, αλλά τα προβλήματα…
ΜΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Αιρετικός και σχεδόν πάντα με ένα «αλλά…» στο στόμα, ο Γιώργος Πανταγιάς υποστηρίζει πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, το μεγάλο στοίχημα της χώρας, δεν θα πρέπει να κερδηθεί στο γήπεδο της Ιστορίας, αλλά με όρους και συνθήκες ενός σύγχρονου παιχνιδιού.
Είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες κατά τη γνώμη σας ευκαιρία προόδου για την χώρα μας;
Κατ’ αρχάς είμαι από αυτούς που υποστηρίζουν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελεί το νέο μεγάλο στοίχημα της χώρας…
Μετά, όμως, τι θα γίνει; Διότι πολλοί λένε, έχοντας το παράδειγμα του Σίδνεϋ ότι με τη λήξη τους η Αυστραλία γονάτισε οικονομικά…
Νομίζω ότι ο μεγάλος κίνδυνος δεν βρίσκεται στο μετά. Πρέπει να δούμε την κύρια πλευρά τους, η οποία συνδέεται με τρία στοιχεία: την περαιτέρω ενίσχυση του διεθνούς κύρους της χώρας, την τόνωση και ενίσχυση της οικονομίας και το τρίτο και σημαντικότερο: Πρόκειται για μια μοναδική ευκαιρία να κλείσουμε ή να λύσουμε εκκρεμότητες του παρελθόντος, λ.χ. το μεγάλο θέμα των υποδομών. Μια χώρα με το μέγεθος της Ελλάδας είναι πολύ σημαντικό να διοργανώσει καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Θα είναι ένας άθλος. Όσον αφορά το μετά, προσωπικά εκτιμώ ότι οι συνέπειες θα είναι θετικές και ευεργετικές, διότι η χώρα θα ενδυναμωθεί οικονομικά και διεθνώς. Θα γίνει μια χώρα γνωστή παγκοσμίως και πιστεύω ότι το μεγάλο κέρδος, εκεί από όπου πρέπει να εισπράξουμε σημαντικά οφέλη, είναι ο τομέας του τουρισμού, καθώς και η ανάπτυξη και ενίσχυση τουριστικών υποδομών.
Να θυμηθούμε το παράδειγμα της Βαρκελώνης, όπου μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες αυτή η πολύ ωραία περιοχή της Ισπανίας απέκτησε έναν τουρισμό δεκαπλάσιο σε σύγκριση με αυτόν που είχε στο παρελθόν, πριν από την Ολυμπιάδα, χάρις στην οποία έγινε γνωστή σε όλον τον κόσμο. Νομίζω, επίσης, ότι το θέμα των Ολυμπιακών Αγώνων δεν πρέπει να το βλέπουμε μέσα από το πρίσμα μιας αρχαιοελληνικής και ελληνοκεντρικής αντίληψης, να είμαστε δηλαδή, προσηλωμένοι στο παρελθόν. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, επιστρέφουν στη χώρα που τους γέννησε αλλά απευθύνονται σε ολόκληρο τον κόσμο και το μήνυμά της είναι πανανθρώπινο και πανεθνικό.
Σας τρομάζει το αρχαιοελληνικό στοιχείο, που φτάνει μερικές φορές στα όρια του «κίτς»;
Όχι, ο στόχος μας μέσα σε αυτό το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που ζούμε πλέον είναι να διοργανώσουμε αγώνες με σύγχρονους όρους και συνθήκες. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πώς δεν τιμάμε την ιστορία μας, αλλά θα πρέπει να ζούμε στο παρόν με προσανατολισμό στο αύριο. Αν τηρήσουμε τις σωστές αποστάσεις απ’ το χθες και αν διατηρήσουμε τις ισορροπίες με το σήμερα και το αύριο, τότε ναι, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα πραγματοποιήσουμε τους πιο ελληνικούς αλλά ταυτόχρονα και τους πιο «παγκόσμιους» Ολυμπιακούς Αγώνες.