Εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
25 Νοεμβρίου 2001
«Δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ με το μέλλον, διότι έρχεται πάντα πολύ γρήγορα», έλεγε ο Αλβέρτος Αϊνστάιν με μια δόση σαρκαστικής υπερβολής. Ο μεγάλος επιστήμονας και στοχαστής «έκλεινε το μάτι» στον Ηράκλειτο: «τα πάντα ρει» κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Η φιλοσοφία των προσωκρατικών συνεχίζει και σήμερα να ασκεί γοητεία επάνω μας, με μια σημαντική διαφορά. Τα πράγματα έχουν επιταχυνθεί εντυπωσιακά. Στην εποχή της πληροφορίας και του Διαδικτύου, το μέλλον καταφθάνει πολύ πιο γρήγορα. Την πίεσή του αισθάνεται ήδη η κοινωνία κα κυρίως το πολιτικό σύστημα το οποίο τη διέπει θεσμικά. Τούτο καλείται σήμερα να ανταποκριθεί σε ραγδαίες μεταβολές, ώστε να μην καταστεί παρωχημένο, χάνοντας έτσι όχι μόνο την αποτελεσματικότητά του, αλλά την νομιμοποίησή του στα μάτια των πολιτών. Αυτό είναι το διακύβευμα της πολιτικής με την ευρεία έννοια σήμερα.
Ένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να διατηρήσει την αξιοπιστία του, αν προηγουμένως οι βασικοί τουλάχιστον πόλοι του δεν κατανοούν τα μηνύματα και τους κώδικες των καιρών. Ακόμη περισσότερο: αν οι εκφραστές του δεν συνειδητοποιήσουν πως ακόμη και οι διαχρονικά «επίδικες» έννοιες της προόδου και της συντήρησης δεν μπορούν να προσδιοριστούν το 2001 με κριτήρια περασμένων δεκαετιών. Είναι αδιανόητο να συγχέεται η ιστορική παράδοση με μια παράδοση (ενίοτε, μάλιστα, άνευ όρων) στην αδράνεια ή προσκόλληση στο παρελθόν. Είναι επιζήμιο για το ίδιο το πολιτικό σύστημα να την αντιμετωπίζει, όχι ως εφαλτήριο για την ανανέωση και την αναζωογόνηση, αλλά σαν μοχλό για ανακύκλωση δογμάτων.
Όλα αυτά αφορούν βεβαίως, πρωτίστως και επειγόντως την Ελλάδα. Μεγάλο όφελος για την ελληνική κοινωνία θα ήταν να συντελεστεί ο προοδευτικός μετασχηματισμός και των δύο μεγάλων κομμάτων, το ταχύτερο. Με ρυθμό που αρμόζει στην εποχή μας και με πειστικότητα ικανή να εξαλείψει πειρασμούς προσφυγής στη νοσταλγική «ασφάλεια» του παρελθόντος.
Στην εποχή της απόλυτης διεθνοποίησης των οικονομικών σχέσεων δεν νοείται αναζήτηση πειστηρίων «προοδευτικότητας» σε υπολείμματα κρατικού προστατευτισμού. Ούτε φυσικά η νεκρανάσταση της προ πολλού παρωχημένης ταύτισης των εννοιών «κρατικό» και «κοινωφελές». Οι παρατηρήσεις αυτές είναι κρίσιμες στα συμφραζόμενα της ευρωπαϊκής πολιτικής συζήτησης. Είναι ασφαλώς ορθό το αίτημα να κινηθεί η Ευρωπαϊκή ‘Ένωση σε διαδρομές προσανατολισμένες στο όραμα μιας ηπείρου με περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Ωστόσο, το όραμα δεν μπορεί να αυτο-αναιρείται, διολισθαίνοντας σε στείρο «ευρω-σκεπτικισμό», ο οποίος με μαθηματική ακρίβεια απολήγει σε ελάχιστα σκεπτόμενο αντι-ευρωπαϊσμό. Όσο για την προσαρμογή στο διεθνές περιβάλλον, το οποίο διαμόρφωσαν αντικειμενικές οικονομικές και τεχνολογικές διεργασίες και όχι κάποια αόρατη πολιτική «συνομωσία», δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση παραχώρηση στον συντηρητισμό.
Στην περίπτωση της σύγχρονης Ελλάδας, το σκάφος θα εξασφαλίσει σιγουριά στους επιβάτες του, μόνο συνεχίσει να πλέει με τόλμη και αυτοπεποίθηση στους φουρτουνιασμένους ωκεανούς του 21ου αιώνα, μετατρέποντας την εμπειρία σε γνώση και τη γνώση σε δύναμη. Ο κίνδυνος να προσκρούσει στα βράχια είναι πολύ μεγαλύτερος αν παραμείνει κοντά σε αυτά. Αν πάλι αυτοπεριοριστεί σε παράλια ύδατα, διστάζοντας να ολοκληρώσει το δύσκολο πλην αναγκαίο και γοητευτικό ταξίδι προς το μέλλον, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ πιο απογοητευτικά.
Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει αναπόφευκτα το ερώτημα ποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα του πολιτικού μας συστήματος διαθέτει τη δυνατότητα και την ωριμότητα να αντιμετωπίσει την πρόκληση του μέλλοντος. Να κινηθεί χωρίς αναστολές στη σύγχρονη προοδευτική κατεύθυνση και να εμπνεύσει την ελληνική κοινωνία να συμμετάσχει ενεργά. Ο νηφάλιος αναλυτής δεν θα χρειαστεί να επιστρατεύσει όλη του την οξυδέρκεια για να απαντήσει: το ΠΑΣΟΚ μπορεί και σήμερα να εγγυηθεί την προοδευτική πορεία της ελληνικής κοινωνίας. Οι λόγοι είναι πολλοί. Μεταξύ τους, το μεγάλο πλεονέκτημα που ακούει στο όνομα «Σημίτης». Κρίσιμη, εν προκειμένω, είναι η πασίγνωστη εμμονή του Πρωθυπουργού στην εκσυγχρονιστική γραμμή πλεύσης. Το στοιχείο της «μη ταλάντευσης», που οι φίλοι του χαρακτηρίζουν σταθερότητα και οι πολέμιοι ανελαστικότητα.
Εδώ είναι μια επισήμανση. Η σταθερότητα αυτή, όπου και όταν η πραγματική ανάγκη το υπαγόρευε, λόγου χάριν στο θέμα του Ασφαλιστικού, απέδειξε ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική ευαισθησία και τον καλώς εννοούμενο πολιτικό ρεαλισμό. Καταδείχθηκε έτσι ότι η αποφασιστικότητα μόνο στον νου κακόπιστων ή αφελών «κόβει τις γέφυρες» επικοινωνίας με την κοινωνία.
Στο επιτυχημένο άλμα από την Ελλάδα των στεναγμών και των δισταγμών στην Ελλάδα της ΟΝΕ, ο Κώστας Σημίτης απέδειξε ότι διαθέτει την ικανότητα να ανασυνθέτει δημιουργικά τα πλέον δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Πέτυχε επίσης να πείσει τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, ότι η διαδικασία αυτή όχι μόνο δεν τα παραγκωνίζει, αλλά εξασφαλίζει τους όρους για την βελτίωση και της δικής τους θέσης. Αυτός είναι ο θεμελιώδης ανθρωπισμός του εκσυγχρονισμού. Οι διαδοχικές εκλογικές νίκες του ΠΑΣΟΚ σε κρίσιμες και δύσκολες αναμετρήσεις το 1996 και το 2000, πιστοποιούν ότι η κοινωνία κατανοεί ότι το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού δεν εγκλωβίζεται στο σχήμα των «δύο ταχυτήτων». Αντιθέτως, ενεργεί ως μηχανή κοινού συμφέροντος που τραβάει προς τα εμπρός ακόμη και τα τελευταία βαγόνια του συρμού. Μάταια λοιπόν κραυγάζει η κατ’ ευφημισμόν «φιλολαϊκή» καταστροφολογία του συρμού….
Στον αντίποδα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ασθμαίνει. Η Ν.Δ. δείχνει να υστερεί σημαντικά σε αυτήν την κούρσα της προοδευτικής μετεξέλιξης των πολιτικών δυνάμεων. Ακόμη χειρότερα: δεν αποφεύγει τις πολιτικές ακροβασίες απόρροια κρίσης ιδεολογίας και φυσιογνωμίας. Αποτέλεσμα; Χάνει περισσότερες δυνάμεις, χρόνο αλλά και αξιοπιστία. Ενδεικτική από αυτή την άποψη είναι η σπασμωδική και αλλοπρόσαλλη στάση της Ρηγίλλης απέναντι στο εγχείρημα του εκσυγχρονισμού και οι αντιφατικές οπτικές γωνίες υπό τις οποίες έκανε την πολεμική της. Το 1996, ο Κώστας Σημίτης ήταν για τον τότε αρχηγό της Ν.Δ. Μιλτιάδη Έβερτ ένας «μονεταριστής» (!). Για το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, με το πέρασμα του χρόνου μεταμορφώθηκε σε έναν «άτολμο» Πρωθυπουργό, ο οποίος απέφυγε να προβεί στις αλήστου μνήμης αποκρατικοποιήσεις της τριετίας ΄90 – ΄93.
Αν η κοινωνία χρειάζεται σύγχρονη αξιωματική αντιπολίτευση και όχι σύγχυση του στυλ «τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα» – το χειρότερο για τη χώρα θα ήταν να επαναπαυθεί η κυβέρνηση στις δάφνες του πρόσφατου παρελθόντος. Άλλωστε, οι επιτυχίες των τελευταίων ετών δημιουργούν μεγαλύτερες απαιτήσεις, ενώ μεγιστοποιούν και τις συνέπειες κάθε αποτυχίας. Άρα, ένας δρόμος υπάρχει και οδηγεί προς τα μπρος. Καιρός λοιπόν να καταστεί κοινή συνείδηση ότι είναι πολλά και σοβαρά αυτά που τώρα κρίνονται, έστω και αν κατά το πρόσφατο παρελθόν έδωσαν έναυσμα για δικαιολογημένους πανηγυρισμούς. Η Ολυμπιάδα του 2004 είναι πράγματι το συμβολικό σήμα κατατεθέν της ισχυρής Ελλάδας. Η ισχυρή Ελλάδα δεν δικαιούται, δεν αντέχει να μην αριστεύσει στη διοργάνωση των Αγώνων κατανικώντας σύνδρομα μιζέριας και γραφειοκρατικών αγκυλώσεων.
Η ΟΝΕ έδωσε στη χώρα το εισιτήριο για την Νέα Εποχή. Ας μην λησμονούμε όμως ότι το ίδιο πέτυχαν όλοι όσοι ενδιαφέρθηκαν, ανταποκρινόμενοι στα μηνύματα των καιρών, να ενταχθούν στην νομισματική ένωση. Υπό μια έννοια, ο ανταγωνισμός τώρα εντείνεται, γίνεται αμείλικτος καθώς η Ευρώπη μπαίνει στην τελική φάση της διαδικασίας ενοποίησης της. Οι ανθηροί οικονομικοί δείκτες της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια επαινέθηκαν και από τους διεθνείς οργανισμούς. Όμως οι προκλήσεις της νέας οικονομίας και των νέων τεχνολογιών είναι ακριβώς μπροστά μας.
Στην πραγματικότητα, τα επιτεύγματα της Κυβέρνησης Σημίτη αντιστοιχούν σε προκλήσεις και «εκκρεμότητες». Μπορεί το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, ένα ΠΑΣΟΚ ώριμο, ανανεωμένο και σύγχρονο πλέον, να ολοκληρώσει την «έφοδο στο μέλλον» που εξήγγειλε το 1996; Όσο κι αν στην αρχή μνημονεύσαμε τον Αϊνστάιν, εμπνευστή της θεωρίας της Σχετικότητας, εν προκειμένω το «ναι» είναι απόλυτο και κατηγορηματικό!