“Φωνάζω τη μνήμη να θυμηθεί”

 Η απαγκίστρωση της Κύπρου από  το στρατήγημα “Η μη λύση είναι λύση”

 

Του Γιώργου Πανταγιά

Τα επώδυνα βιώματα μας ταλανίζουν. Μας κρατούν ζωντανές τις αισθήσεις. Μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις οδυνηρές εμπειρίες που περάσαμε. Και το σημαντικότερο, μας εξοπλίζουν με επίγνωση για το παρελθόν και το μέλον.   Η μνήμη δεν ξεριζώνεται, παρά τις τιτάνιες μάχες των εχθρών της.

«Φωνάζω τη μνήμη να θυμηθεί, περιμαζώνω από τον αέρα τη ζωή μου», έγραφε ο  Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Οι σκέψεις του σπουδαίου Κρητικού  ώθησαν  την Τουρκοκύπρια ποιήτρια  Νεσιέ  Γιασίν,  να γράψει τον δικό της  ύμνο για την ενωμένη Κύπρο. «Η δική μου πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο. Ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;». Μεγαλώνοντας στο χωριό Περιστερώνα, όπου ζούσαν αρμονικά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μέχρι το 1964, βίωσε τις επώδυνες συνέπειες των διακοινοτικών συγκρούσεων.

Η αλήθεια είναι πως  για τους Ελληνοκυπρίους, η πληγή του Κυπριακού αρχίζει το 1974 με την εισβολή της Τουρκίας και την κατοχή. Ενώ για τους Τουρκοκυπρίους, η πληγή έχει αφετηρία τα αιματηρά γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1963. Έπειτα από την κατεδάφιση της Συμφωνίας της Ζυρίχης που επέλεξε ο Μακάριος, ανοίγοντας την πόρτα του φρενοκομείου.

Έτσι «με μία μονοκονδυλιά κάθε πλευρά διαγράφει τις δικές της ευθύνες και τα δικά της εγκλήματα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο πρόσφατο βιβλίο του με τον τίτλο «Η πολιτική μου διαδρομή-Από τους μύθους στην πραγματικότητα», ο Μιχάλης Παπαπέτρου, πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος στην τελευταία  κυβέρνηση του Γλαύκου Κληρίδη και Πρόεδρος του κόμματος Ενωμένοι Δημοκράτες,  που ίδρυσε ο Γιώργος Βασιλείου.

Η ανάβαση λοιπόν στα βουνά της αλήθειας για το εξαιρετικά ευαίσθητο  Κυπριακό πρόβλημα, είναι κάτι περισσότερο από χρήσιμη και απαραίτητη. Η αναζήτησή της καταλύει εθνικούς μύθους. Αντιστρατεύεται την εχθροπάθεια και μισαλλοδοξία. Αποτρέπει μονομέρειες και αυταρέσκειες. Προσπερνά το νοσηρό παρελθόν, ακυρώνοντας επιζήμιους εθνοτικούς ανταγωνισμούς και τους παροξυσμούς μιας καταστροφικής εθνικιστικής παραζάλης.

Διαφορετικά επικρατεί το αναμενόμενο: Μια μικρή χώρα, αναγκαστικά παραμένει δέσμια ανομολόγητων επιδιώξεων, αδυνατώντας να υπερασπιστεί με σθένος την αυθυπαρξία της και την υπόστασή της. Και το χειρότερο, επιτρέπει εντός των δύο εθνοτικών κοινοτήτων να καλλιεργούνται η αντιπαλότητα και οι αποσχιστικές τάσεις.

H ιστορία μας διδάσκει, πως το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος έγινε ευάλωτο εξαιτίας των διαμετρικά αντίθετων στρατηγικών επιλογών που εξέφραζαν οι δύο πλευρές. Οι μεν Ελληνοκύπριοι κινούμενοι προς την ένωση, οι δε Τουρκοκύπριοι προς τη διχοτόμηση, εύλογο ήταν να μετατρέψουν την Κύπρο σε ηφαίστειο σκληρών συγκρούσεων και αναμετρήσεων. Οι σπόροι που έσπειραν εκατέρωθεν οι θιασώτες της διαίρεσης,  κατέστρεψαν τα όποια ψήγματα εμπιστοσύνης είχαν απομείνει.

Έτσι άλλωστε κατέστησαν το Κυπριακό άλυτο πρόβλημα, παρά τις συνεχείς διαμεσολαβήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.  Το ρήγμα  με την πάροδο του χρόνου γινόταν πιο βαθύ, με τους ακραίους εθνικιστές και στις δύο πλευρές, να ενισχύουν την επιρροή και την αποδοχή τους στην πλειονότητα των πολιτών  στις δύο κοινότητες.

Η μεγάλη ανατροπή κόντρα στη στασιμότητα και στην παράλυση, έγινε όταν η Ελλάδα το Δεκέμβριο του 1999, πέτυχε τη σπουδαία Συμφωνία του Ελσίνκι.  Ο Κώστας Σημίτης σε αγαστή συνεργασία με τον Γλαύκο Κληρίδη, πέτυχε κάτι που μέχρι τότε έμοιαζε αδιανόητο. Έπεισε τους κοινοτικούς εταίρους μας, να δώσουν στην Κύπρο το διαβατήριο εισόδου της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και αν δεν είχε λυθεί το κυπριακό πρόβλημα.

Αξιοποιώντας τις πολύ καλές προσωπικές σχέσεις που διατηρούσε με τους ηγέτες μεγάλων κρατών της Ευρώπης, έκανε πράξη τη στρατηγική του επιλογή να καταστήσει ευρωτουρκικές σχέσεις, τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Το γεγονός αυτό εξουδετέρωσε  σε μεγάλο βαθμό την υποβόσκουσα ένταση και καχυποψία ανάμεσα στις δύο χώρες.   Και το σημαντικότερο, επέτρεψε στην Κύπρο να ενταχθεί ως ισότιμο μέλος στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Οι επιτυχείς χειρισμοί του πρώην Έλληνα Πρωθυπουργού, ήταν αποτέλεσμα γόνιμων συζητήσεων  και διαπραγματεύσεων. Χρειάστηκε πριν το Συμβούλιο Κορυφής του Ελσίνκι,να κάνει ο ίδιος μόνος του, μυστικά ταξίδια αστραπή, κάτι που δεν γνώριζε κανείς, σε Παρίσι, Βερολίνο, Ρώμη, για να συνομιλήσει  με Σιράκ, Σρέντερ, Πρόντι, πείθοντας τους να συνηγορήσουν υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου. Μάλιστα χαρακτηριστική ήταν η φράση του Γάλλου Προέδρου Σιράκ, λέγοντας στον Έλληνα Πρωθυπουργό, «Κώστα το κάνω για σένα, αλλά να ξέρεις ότι μάλλον η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μας προκαλέσει προβλήματα».

Το πράσινο φως της Ευρώπης για την ένταξη της Κύπρου, δημιούργησε κλίμα ανάτασης και ενθουσιασμού στη Μεγαλόνησο, ενισχύοντας τις δυνάμεις που επεδίωκαν την επανένωσή της.  Αναζωογόνησε τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Συνέβαλλε αποφασιστικά στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων, επιτρέποντας την ελεύθερη διέλευση χιλιάδων Ελληνοκυπρίων,   όπου μπορούσαν πλέον να επισκεφτούν  τις περιουσίες τους, αλλά και  την πατρογονική τους γη. Οι θετικές επιδράσεις δε, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ήταν κατακλυσμιαίες, πραγματοποιώντας πρωτοφανή μαζικά συλλαλητήρια. Αρκετές χιλιάδες Τουρκοκυπρίων  ανεμίζοντας τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόβαλλαν ως  κυρίαρχο αίτημα την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι εξελίξεις έπειτα από τη Συμφωνία του Ελσίνκι, ήταν οι αναμενόμενες. Στη Σύνοδο Κορυφής στη Κοπεγχάγη, το Δεκέμβριο του 2002, επισφραγίστηκε η ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού, παρά τη συνεχιζόμενη αδιαλλαξία του Ντενκτάς.   Το Σχέδιο Ανάν που παρουσίασε στη συνέχεια ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, διασφάλιζε την υποστήριξη της πλειονότητας των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Το ίδιο έπραξε και ο Ερντογάν, ερχόμενος σε πλήρη διάσταση με τον Ντενκτάς, τον οποίο παραμέρισε χρίζοντας υπεύθυνο για τις συνομιλίες τον αρχηγό της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης Ταλάτ. Ωστόσο  την ίδια περίοδο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλέγεται ο Τάσος Παπαδόπουλος, γνωστός για τις εθνικιστικές και απορριπτικές του θέσεις.

Μετά το φιάσκο της τετραμερούς συνάντησης κορυφής στο Μπούντερστοκ της Ελβετίας, όπου συμμετείχαν οι   Καραμανλής, Ερντογάν,  Παπαδόπουλος, Ταλάτ, ακολούθησαν τα δημοψηφίσματα τον Απρίλιο του 2004 και στις δύο κοινότητες. Τα αποτελέσματα τους εξέπεμψαν αντιφατικά μηνύματα. Το Ναι στο Σχέδιο Ανάν απέσπασε το 65% των Τουρκοκυπρίων, ενώ οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν με το 76% να λέει Όχι. Επηρεασμένοι από την άθλια καμπάνια αμαύρωσής του, από τον  Τάσο Παπαδόπουλο, αλλά και από το δακρύβρεχτο τηλεοπτικό του διάγγελμα.

Αναμφίβολα το Σχέδιο Ανάν δεν ήταν τέλειο. Όμως αν είχε γίνει αποδεκτό από τους Ελληνοκυπρίους, σήμερα με βάση το χρονοδιάγραμμα που προβλεπόταν, θα είχε επιστραφεί η Μόρφου και η Αμμόχωστος, θα είχε αποχωρήσει ο στρατός κατοχής, καθώς και ο στρατός των εγγυητριών δυνάμεων, θα είχε περιοριστεί ο αριθμός των Τούρκων εποίκων σε 45.000 από 160.000 και πάνω που είναι τώρα. Το σημαντικότερο δεν θα υπήρχε Τούρκος στρατιώτης στο νησί.

Εύλογο ήταν οι προοπτικές που δρομολόγησε η συμφωνία του Ελσίνκι για την Ευρωπαϊκή Κύπρο, αλλά και για την επίλυση του εθνικού της προβλήματος, να εξανεμιστούν. Ουσιαστικά χάθηκαν μέσα στο νεφέλωμα και στο στρατήγημα «Η μη λύση είναι λύση», επιτρέποντας στην Τουρκία να διεκδικεί τη θέση της  εγκαλούσας.  Αλλά και αργότερα να επιχειρεί τη δικαιολόγηση της θέσης της, περί «Δύο Κρατών».

Έτσι μετά την εισβολή του 1974, στις χαμένες ευκαιρίες επίλυσης του Κυπριακού, έχουμε πλειάδα αρνητικών επιλογών εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων. Το 1978 απέρριψαν το Αμερικανοβρετανοκαναδικό Σχέδιο, το 1983 τους Δείκτες Κουεγιάρ,  το 1986 το Ενοποιημένο Σχέδιο, το 1992 τις Ιδέες και τον Χάρτη Γκάλι, το 2004 το Σχέδιο Ανάν,  και στη συνέχεια το 2017 το Πλαίσιο Γκουτέρες. Και όλα αυτά γιατί στις κρίσιμες αυτές ευκαιρίες, κυριάρχησαν η άρνηση για συμβίωση των δύο κοινοτήτων, η εμμονή σε αυταρέσκειες και μονομέρειες, η επιβεβαίωση του κοινωνικού και ψυχολογικού ρήγματος, η επικράτηση του φόβου, η απόρριψη της ομοσπονδιακής λύσης.

Με άλλα λόγια, απουσίαζαν το θάρρος και η τόλμη, η αποφασιστικότητα και η διορατικότητα η έμπνευση και η δημιουργική στρατηγική.  Την ίδια δε στιγμή που υπερχείλιζαν η ψευδαίσθηση και η υπεροψία, ο μεγαλοϊδεατισμός και ο απορριπτισμός, η αδράνεια και η αναβλητικότητα.  Το τραγικό είναι, ότι όποτε οι Τούρκοι εθνικιστές πόνταραν  στις αγκυλώσεις των ελληνοκυπριακών ηγεσιών, είχαν πάντα όφελος, έβγαιναν κερδισμένοι. Φαίνεται να γνώριζαν, πως  ανομολόγητο μέλημά τους ήταν η συνέχιση και η εδραίωση της πολιτικής τους καριέρας, αδιαφορώντας για την επανένωση της Κύπρου.

Κάτι που με απροκάλυπτο τρόπο έδειξε ο πρώην Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης, όταν επέλεξε να βουλιάξει τη συμφωνία στο Κράν Μοντανά και ταυτόχρονα να προτείνει στον πρώην Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας  Τσαβούσογλου, τη συμφωνία για δύο Κράτη.

Όπως έγινε γνωστό, η τουρκική πλευρά συμφωνούσε με την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960 και την αντικατάστασή της με ένα πολυμερή μηχανισμό ασφάλειας υπό τα Ηνωμένα Έθνη, στον οποίο θα μετείχε  η Τουρκία δίχως δικαίωμα μονομερούς επέμβασης. Δεχόταν επίσης την απομάκρυνση όλων των κατοχικών στρατευμάτων, με την παραμονή μόνο των αγημάτων ΕΛΔΥΚ, 950 στρατιώτες και ΤΟΥΡΔΥΚ, 650 στρατιώτες, με επανεξέταση στα 12 χρόνια.

Η εντυπωσιακή επικράτηση του Τουφάν Ερχιουρμάν στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων στις  πρόσφατες εκλογές, αποσπώντας από τον πρώτο γύρο το ποσοστό του 62,76%, αναθερμαίνει τη δυνατότητα επανένωσης της Κύπρου.  Πρόκειται για τον τρίτο Τουρκοκύπριο κεντροαριστερό ηγέτη, μετά τον Ταλάτ το 2005 και τον Ακιντζί το 2015, που διακηρύσσει δημοσίως την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού   στη βάση της διζωνικής,  δικοινοτικής  ομοσπονδίας.

Η πλειονότητα των  Τουρκοκυπρίων αρνούμενη τον ισλαμοεθνικισμό,  για άλλη μια φορά έδειξε, πως προσβλέπει στον κοσμικό χαρακτήρα της κοινότητας τους, στη δική της ταυτότητα,  καθώς και την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά οφείλει να εγκαταλείψει τις μεγαλοστομίες, τις γενικολογίες και τις διακηρύξεις κενές περιεχομένου, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που θα αποσκοπούν στην επανεκκίνηση των συνομιλιών, στην αποδοχή του πλαισίου Γκουτέρες, όπως είχε παρουσιαστεί στο Κράν Μοντανά το 2017, αποδεχόμενη την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων. H τωρινή ηγεσία της Κύπρου δεν μπορεί παρά να δείξει τις πραγματικές της προθέσεις, πείθοντας πως έχει εγκαταλείψει το στρατήγημα «Η μη λύση είναι λύση».

Οι πικρές αλήθειες των παλινωδιών και υποχωρήσεων, που βαραίνουν τις ελληνοκυπριακές ηγεσίες, καθιστούν μονόδρομο την απαγκίστρωση της Κύπρου από την στασιμότητα και την αναβλητικότητα. Ο πόθος της επανένωσης παραμένει ζωντανός, γιατί η ψυχή της Κύπρου δεν μπορεί να τρέφεται άλλο από υποκρισία και διγλωσσία.  Ούτε από εθνικισμούς και ψυχώσεις.

Πόσο μάλλον τώρα που οι γεωστρατηγική ρευστότητα στην Ανατολική Μεσόγειο ενέχει τεράστιους κινδύνους. Και το χειρότερο, χωρίς την επίλυση του Κυπριακού οι Ελληνοτουρκικές  σχέσεις θα διαβρώνονται ολοένα και περισσότερο από τις αξιώσεις της Τουρκίας, διευρύνοντας τις διαρκώς. Την ώρα που οι πολίτες αναζητούν το ανείδωτο φως.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *