Εφημερίδα Έθνος
15 Απριλίου 2016
Η δεκαπεντάμηνη θητεία των σημερινών κυβερνώντων αποδεικνύει ότι η πολιτική και διαχειριστική τους επάρκεια συναγωνίζεται την έλλειψη βούλησης να ανταποκριθούν στις μεγάλες ανάγκες της χώρας και της οικονομίας. Έτσι εξηγούνται και τα πολλαπλά προβλήματα που ανακύπτουν. Επιλέγοντας η διακυβέρνηση Τσίπρα ένα εκ των πραγμάτων ξεπερασμένο πολιτικό υπόδειγμα, βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με το σημερινό οικονομικό περιβάλλον. Ο λόγος και οι πράξεις της είναι αναντίστοιχα με τα δεδομένα που καλείται να διαχειριστεί.
Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από την άρνηση του πρωθυπουργού να προβεί στις απαραίτητες αναπροσαρμογές. Προσκολλημένος σε ένα αναχρονιστικό πολιτικο-ιδεολογικό οπλοστάσιο, ακολουθεί παρελκυστική τακτική. Τη διαπιστώνουμε τόσο στις διαπραγματεύσεις για την αξιολόγηση όσο και σε θέματα που δεν συνδέονται με μνημονιακές υποχρεώσεις. Τον Ιούλιο του 2015 αποδέχθηκε -υπό την πίεση των δυσμενών συνθηκών που ο ίδιος δημιούργησε με τις ανερμάτιστες βαρουφάκειες πολιτικές- μια νέα, χειρότερη συμφωνία. Με αυτή, άλλωστε, παρέμεινε στην εξουσία. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Όπως φαίνεται, η μοναδική κόκκινη γραμμή του είναι η εξασφάλιση της κυβερνητικής συνέχειας.
Αρνούμενος ο Αλέξης Τσίπρας να εφαρμόσει τις πολιτικές που υπέγραψε, αλλά δεν πιστεύει, καταφεύγει στην γνώριμη μέθοδό του. Εμφανίζεται να δίνει σκληρή μάχη με τους εταίρους και δανειστές, επαναλαμβάνοντας το κακοπαιγμένο έργο «οι καλοί και οι κακοί». Καλλιεργεί κλίμα σύγκρουσης με το ΔΝΤ, αξιοποιώντας και την περιβόητη υποκλοπή. Δραματοποιεί τις συνομιλίες με τους θεσμούς. Ανακαλύπτει δε ξανά τη γοητεία της πολιτικής διαπραγμάτευσης, προστρέχοντας στον Ολάντ. Κι όλα αυτά, ενώ γνωρίζει ότι η χώρα οδηγείται συνεχώς σε δυσμενέστερη θέση. Οι παραπάνω ενέργειες σε καμιά περίπτωση δεν δείχνουν βούληση για τις αλλαγές που έχει ζωτική ανάγκη ο τόπος. Η απουσία θέλησης συνοδεύεται από μια αφήγηση που προσομοιάζει με την αντιπολιτευτική του περίοδο.
Ο καταγγελτικός λόγος, η άρνηση της πραγματικότητας είναι συνειδητές επιλογές των κυβερνητικών στελεχών. Κινούμενα σ’ έναν ιδεοληπτικό κόσμο, στο παράλληλο σύμπαν του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιθυμούν να προβούν στις απαραίτητες αναθεωρήσεις. Τις θεωρούν ανεπίτρεπτες. Κι όταν τις επιχειρούν, το πράττουν με ακραία στρεβλό τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το σκληρό φορομπηχτικό πακέτο των πεντέμισι δισ. ευρώ για την κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών. Ούτε λόγος για περιστολή δαπανών, για μεταρρυθμίσεις στο κράτος, στη διοίκηση, στους θεσμούς.
Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός ανέχεται αρμόδιους υπουργούς να διαφωνούν με τις επιχειρούμενες αποκρατικοποιήσεις καταδεικνύει πως ούτε ο ίδιος τις πιστεύει και τις επιθυμεί. Συνεπώς, ο Αλέξης Τσίπρας δεν βρίσκεται αντιμέτωπος μόνο με τις πρωτοφανείς δυστοκίες και δυσλειτουργίες του κυβερνητικού σχήματος, αλλά πρωτίστως με τον ίδιο του τον εαυτό. Με τα πιστεύω και τα θέλω του. Το καίριο ζήτημα, λοιπόν, που τίθεται για τη διακυβέρνησή του δεν είναι μόνο αν μπορεί, αλλά κι αν θέλει.