Τα συν και τα πλην των μονομάχων

Εφημερίδα Έθνος
01 Απριλίου 2016

Στην πολιτική τα όρια του «είναι» και του «φαίνεσθαι» συνήθως είναι δυσδιάκριτα. Η πρόσφατη συζήτηση όμως στη Βουλή κατέδειξε τις ουσιαστικές διαφορές των πολιτικών αρχηγών ως προς τι ενσαρκώνουν και τι εκπροσωπούν. Τσίπρας και Μητσοτάκης δεν αντιπροσωπεύουν μόνο διαφορετικές πολιτικές. Συνθέτουν και δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ηγετικές παρουσίες – η καθεμιά με τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της.

Ο Αλέξης Τσίπρας αναντίρρητα διαθέτει ηγετική στόφα και επικοινωνιακό χάρισμα. Ωστόσο, διακρίνεται για την αβαθή πολιτική υποδομή. Η γνώση και η εμπειρία του περιορίζεται στην αμιγώς κομματική διαδρομή του. Εξ ου και η μειωμένη πολιτική και διαχειριστική επάρκεια, που επιδεικνύει καθ’ όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργικής του θητείας.

Μολονότι του δόθηκε απλόχερα η ευκαιρία να αξιοποιήσει και να προσδώσει περιεχόμενο στα πλεονεκτήματά του δεν το έπραξε. Κι αυτό γιατί τελικά δεν μπόρεσε να αναπροσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, παραμένοντας εγκλωβισμένος στις ιδεοληψίες του παρελθόντος. Ούτε επεδίωξε να στηριχθεί σε κατάλληλες δυνάμεις και να κάνει την αναγκαία ανατοποθέτηση, λειαίνοντας τις ακρότητες και τις ανεδαφικές του διακηρύξεις.

Μάλιστα, προτίμησε για κυβερνητικό εταίρο τους εθνολαϊκιστές, που κάθε άλλο παρά προωθητική δύναμη ήταν. Οι κυβερνήσεις του αποδεικνύονται ακατάλληλες – ένα συνονθύλευμα αναχρονιστών, ακόμη και ιδεοληπτικών, εμμονικών ανθρώπων. Έτσι τα αδιέξοδα και η όξυνση των προβλημάτων άρχισαν να αντιστρατεύονται την ηγετικότητά του, αποδυναμώνοντας περαιτέρω και την κυβερνησιμότητα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μέχρι πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας διατηρούσε αλώβητη την κυριαρχία του. O λαϊκίστικος λόγος του έβρισκε ανταπόκριση σε σημαντική μερίδα πολιτών. Ταυτόχρονα, η απουσία αντιπάλου κάλυπτε τα δικά του ελλείμματα.

Η ανάδειξη όμως του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ τού αφαιρεί πλέον αυτή τη δυνατότητα. Όπως έδειξε η προχθεσινή αντιπαράθεσή τους στο Κοινοβούλιο, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε σύντομο χρόνο, απέδειξε ότι μπορεί να συγκρουστεί επί ίσοις όροις με τον πρωθυπουργό. Η τεχνοκρατική του κατάρτιση, η επαγγελματική εμπειρία, σε συνδυασμό με την πολιτική του υποδομή, συνιστούν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Σ’ αυτά προστίθεται και ο σύγχρονος μεταρρυθμιστικός λόγος. Η ηγετικότητά του εντούτοις χρειάζεται περαιτέρω ενδυνάμωση, προκειμένου να γίνει ισχυρή και στιβαρή. Το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται σε απόκλιση από το κόμμα του, του επιτρέπει να απευθύνεται σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Όμως η ιδεολογική και πολιτική υστέρηση της ΝΔ δεν παύει να αποτελεί μειονέκτημα, αλλά και τροχοπέδη για τις επιδιώξεις του.

Το νέο σκηνικό με τον ανταγωνισμό των μονομάχων αρχηγών θα αποκρυσταλλώσει τα χαρακτηριστικά του καθενός. Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Θα αναδείξει την απόσταση μεταξύ του «φαίνεσθαι» και του «είναι». Τσίπρας και Μητσοτάκης πρωτίστως θα κριθούν από την ικανότητά τους να πείσουν για το ποιος είναι ο καταλληλότερος να ανταποκριθεί στη μεγάλη πρόκληση της χώρας: την εναρμόνισή της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *