Η δύναμη της συνήθειας και η ανάγκη της υπέρβασης

Εφημερίδα Η Αξία
29 Σεμπτεβρίου 2012

Η μακρόσυρτη συζήτηση για το πακέτο μέτρων των 11,8 δις στάθηκε αφορμή για να βγάλουμε πολυσήμαντα συμπεράσματα. Ήταν μια διαδικασία χρήσιμη για να αντιληφθούμε τα όρια και τις αντοχές του πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα, ανέδειξε την ανάγκη να αποκτήσει η χώρα εθνικό σχέδιο για την έξοδο από την κρίση.

Τα μέτρα που υιοθέτησαν οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι είναι πράγματι σκληρά και επώδυνα. Είναι όμως αναγκαία και αναπόφευκτα, τη στιγμή που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες που έχουμε συνάψει με τους πιστωτές μας.

Όποια κι αν είναι η κριτική εναντίον των μνημονίων, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτά αποτελούν συμβατικές δεσμεύσεις της Ελλάδας, που για λόγους αξιοπιστίας και φερεγγυότητας οφείλει να υλοποιήσει. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την εθνική στρατηγική που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες και ανυπέρβλητες εκκρεμότητες του παρελθόντος, αλλά και για να ανταποκριθούμε στις ανάγκες και απαιτήσεις του σήμερα.

Ωστόσο, η σημερινή πολιτική τάξη δεν φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει με αποφασιστικά βήματα σε μια τέτοια κατεύθυνση. Χαρακτηριστική είναι η άρνησή της να υιοθετήσει πολιτικές που θίγουν τις υπάρχουσες δομές της δημόσιας διοίκησης.

Χρειάστηκε να περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα για να καταλήξουν οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι στο πακέτο των 11,8 δις. Και βεβαίως ο πραγματικός λόγος της κωλυσιεργίας δεν ήταν άλλος από την εναγώνια προσπάθειά τους να μην περάσουν τα μέτρα εξυγίανσης και ορθολογισμού της κρατικής διοίκησης.

Γι’ αυτό και κατέφυγαν στην υιοθέτηση της ατελέσφορης πρότασης για τη διαθεσιμότητα ενός μικρού αριθμού δημοσίων υπαλλήλων. Αλήθεια, θεωρούν πως μπορούν με τη μεσοβέζικη αυτή απόφαση να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ανεπάρκειας, ανικανότητας και αναποτελεσματικότητας του ξεχαρβαλωμένου δημόσιου τομέα; Στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί καταφατική απάντηση, όσο το καίριο μέλημα των πολιτικών ηγεσιών είναι η διαφύλαξη της κομματικής τους πελατείας.

Αν πράγματι οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι αντιλαμβάνονταν τις δυσμενείς επιπτώσεις των μέτρων που υιοθέτησαν, θα όφειλαν να επιδείξουν μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα στην προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν και αντιτίθενται στις οριζόντιες περικοπές.

Αντί να περιορίζονται στην προβολή κόκκινων γραμμών για την προστασία ενός αντιπαραγωγικού και αντιαναπτυξιακού μοντέλου, κάλλιστα θα μπορούσαν να ζητήσουν την επίσπευση όλων εκείνων των αλλαγών που χρειάζεται ο δημόσιος τομέας, προκειμένου να περιοριστούν τα ελλείμματά του και να καταστεί αποτελεσματικός και κοινωνικά χρήσιμος.

Μάλιστα, ακόμη και οι προωθούμενες αποκρατικοποιήσεις περιορίζονται σε έναν μικρό αριθμό δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, αφήνοντας άθικτες κραυγαλέες περιπτώσεις, οι οποίες δεν νοείται να βρίσκονται ακόμα κάτω από κρατική ομπρέλα. Το ίδιο συμβαίνει και με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η οποία περιορίζεται σε ένα μικρό αριθμό ακινήτων.

Επίσης, έξω από τις πολιτικές τους ατζέντες βρίσκονται και οι συντεχνίες, τις οποίες αποφεύγουν να θίξουν. Αξιοσημείωτη είναι η αποστροφή που επιδεικνύουν στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, το οποίο αναβάλλεται συνεχώς με διάφορες δικαιολογίες, ημίμετρα και παλινδρομήσεις.

Ωστόσο, τα πολλαπλά και συσσωρευμένα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με μονομερείς πολιτικές. Η εξυγίανση των δημοσιονομικών, ασφαλώς πρέπει να συνιστά εθνική προτεραιότητα γιατί είναι προϋπόθεση για μια ορθολογική διαχείριση. Κυρίως όμως οφείλει να συνοδεύεται και να συμπληρώνεται από ένα τολμηρό και ρηξικέλευθο σχέδιο μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος, στη δημόσια διοίκηση, στην οικονομία.

Γεγονός είναι πως η ελληνική υστέρηση και η υπανάπτυξη οφείλονται στις πολιτικές που επί πολλά χρόνια ακολουθήθηκαν και είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό το λαϊκισμό, τις πελατειακές σχέσεις, καθώς και τη συντεχνιακή συγκρότηση της κοινωνίας. Οι διοικητικές, οικονομικές και παραγωγικές δομές της χώρας στηρίζονταν σε ένα στρεβλό και ξεπερασμένο μοντέλο. Στην πραγματικότητα, το μοντέλο αυτό δεν επιδέχεται μικρές αλλαγές και διορθώσεις, αλλά χρειάζεται ουσιαστικές τομές και ανατροπές.

Εύλογα λοιπόν προκύπτει το εξής ερώτημα: Είναι διατεθειμένοι οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι να χαράξουν και να περπατήσουν νέους δρόμους; Ή θα περιοριστούν στη διαχείριση των τρεχόντων εκκρεμοτήτων;

Σ’ αυτό το υπαρκτό και μείζον δίλημμα συμπυκνώνεται το σύνολο των καίριων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χρεοκοπημένη χώρα μας. Όσο μάλιστα η κατάσταση δεν τίθεται στις πραγματικές διαστάσεις της, τόσο οι εκπρόσωποι της πολιτικής τάξης θα αναλώνονται σε πολιτικές που από μόνες τους δεν ενέχουν τη δυνατότητα υπέρβασης της κρίσης.

Η συγκυβέρνηση Σαμαρά στηρίζεται σε δύο πρώην μεγάλα κόμματα, τα οποία διαχειρίστηκαν επί πολλά χρόνια τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι ευθύνες τους για τα προβλήματα που προέκυψαν είναι σημαντικές, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη σημαντική τους συνεισφορά. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και η είσοδός της στην ΟΝΕ συνοδεύονται αναμφίβολα από θετικό πρόσημο και οφείλονται σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα: στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον Κώστα Σημίτη.

Σήμερα ωστόσο, τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ, φαίνεται να είναι δέσμια της φθοράς και της κρίσης που έχουν εισπράξει από την κυβερνητική τους θητεία, αλλά και από τις πολιτικές του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων που με συνέπεια ακολούθησαν. Η απροθυμία που δείχνουν για την προώθηση μιας ισχυρής μεταρρυθμιστικής ατζέντας δεν παύει να λειτουργεί ως τροχοπέδη για τη σημερινή κυβέρνηση.

Η περίπτωση του τρίτου κυβερνητικού εταίρου, της ΔΗΜΑΡ, είναι αναμφίβολα διαφορετική και αυτό γιατί δεν κουβαλάει βαρίδια κυβερνητικού παρελθόντος, ούτε έχει διαβρωθεί από τη φθορά και τη διαφθορά της εξουσίας. Βέβαια, η εμμονή της σε ξεπερασμένες αριστερές ιδεοληψίες δεν παύει επίσης να συνιστά τροχοπέδη.

Συμπερασματικά, η αναστροφή της χώρας καθίσταται ζωτική ανάγκη. Δυστυχώς με τις μονομέρειες της δημοσιονομικής εξυγίανσης δεν θα μπορέσει να αναπνεύσει ούτε η κοινωνία, ούτε η οικονομία. Η δυστοκία που εμφανίζουν τα τρία κόμματα που υποστηρίζουν την κυβέρνηση απομειώνει τις δυνατότητες της Ελλάδας, στερώντας της τη μεταρρυθμιστική δυναμική.

Στην πραγματικότητα, οι κύριοι Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης ή θα αποδεχθούν τη δύναμη της συνήθειας και της αδράνειας ή θα κάνουν τις δικές τους υπερβάσεις, γνωρίζοντας ότι έξω από τη στενή κομματική τους πελατεία υπάρχουν πρόθυμες δυνάμεις να υποστηρίξουν το εγχείρημα που έχουν αναλάβει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *