Ηγετικότητα και πλειοδοσία κοινωνικής ευαισθησίας

Εφημερίδα Η Αξία
22 Σεμπτεβρίου 2012

Ολοένα και περισσότερο γίνεται εμφανές ότι οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι συμφώνησαν να στηρίξουν την κυβέρνηση Σαμαρά, χωρίς προηγουμένως να έχουν διαμορφώσει κοινό πολιτικό πλαίσιο. Η αποκαλούμενη προγραμματική συμφωνία, την οποία συνήψαν μεταξύ τους αμέσως μετά τις εκλογές, είναι ένα άχρηστο, εκτός τόπου και χρόνου κείμενο, το οποίο εμπεριέχει γενικόλογες διακηρύξεις.

Δεν αναφέρεται στην Ελλάδα της χρεοκοπίας και κινείται περισσότερο στην προγενέστερη σφαίρα, της επίπλαστης ανάπτυξης και ευημερίας. Διαβάζοντάς το έχεις την αίσθηση ότι τα πολιτικά ρολόγια των εταίρων έχουν σταματήσει στο παρελθόν.

Όταν λοιπόν η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ κλήθηκε να διαχειριστεί τη σκληρή και αμείλικτη πραγματικότητα, τότε φάνηκε η απουσία κοινών προσεγγίσεων αλλά και η αδυναμία της να ανταποκριθεί με καθαρή και αποτελεσματική στρατηγική στις αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις της οικονομίας και της χώρας.

Οι τρεις πολιτικές ηγεσίες δεν έκαναν καμία προσπάθεια να μπολιάσουν τις κυβερνητικές προτεραιότητες με τις συμβατικές δεσμεύσεις που υποχρεούται να τηρήσει η Ελλάδα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, το μοναδικό μέλημα κάποιων εξακολουθεί να είναι η εξυπηρέτηση του κομματικού τους συμφέροντος. Γι’ αυτό και επιδίδονται καθημερινά σε έναν αγώνα πλειοδοσίας κοινωνικής ευαισθησίας και φιλολαϊκού προφίλ.

Γνωρίζοντας ότι οι πολιτικές που καλούνται να ακολουθήσουν έχουν κοινωνικό κόστος, καταφεύγουν σε πολιτικές σκιαμαχίες. Η αγωνία τους πιο πολύ προέρχεται από το φόβο να επιμεριστούν τις ευθύνες και λιγότερο από τις δραματικές επιπτώσεις που θα έχουν τα προωθούμενα μέτρα σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων.

Πώς αλλιώς να εξηγηθεί, για παράδειγμα, η υπέρμετρη ευαισθησία που επιδεικνύει την τελευταία περίοδο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σε καίρια ζητήματα, τα οποία συνδέονται μάλιστα και με τη δανειακή σύμβαση που χειρίστηκε η ίδια; Αντί να τοποθετηθεί με ειλικρινή και υπεύθυνο τρόπο προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον, επιδίδεται σε κινήσεις εντυπωσιασμού και σε πολιτικές διαφοροποιήσεις.

Βλέποντας, μάλιστα, την πολιτική της απήχηση να συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο, ανασύρει τις διαφορετικές θέσεις που υποστήριζε κατά την προεκλογική περίοδο ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας. Εύκολα μπορεί κάποιος να σκεφτεί ποια θα ήταν η συνοχή και η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, αν ο κάθε εταίρος υπενθύμιζε στον άλλον τις προεκλογικές του απόψεις για τα μείζονα ζητήματα της χώρας.

Ωστόσο, όλοι ξέρουμε ότι η απόκλιση από τις προεκλογικές δεσμεύσεις δεν αφορά μόνο τον κ. Σαμαρά. Και οι τρεις ηγεσίες πριν από τις εκλογές έπλεαν σε διαφορετικό μήκος κύματος. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Την επαναδιαπραγμάτευση των μνημονίων ή την απαγκίστρωση από αυτά;

Αισθανόμενοι την αποστροφή της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών απέναντι στα μνημόνια, είχαν διατυπώσει θέσεις που εκ των πραγμάτων η υιοθέτηση και υλοποίησή τους ήταν δύσκολη. Υποκινούμενοι από προσωπικές και κομματικές επιδιώξεις και αποσκοπώντας στη διεύρυνση της εκλογικής τους επιρροής, υποστήριξαν με ελαφρότητα πολιτικές που δεν ήταν συμβατές με τις δεσμεύσεις που είχαμε αναλάβει. Και το κυριότερο από όλα, αγνόησαν το δυσμενές περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί εις βάρος της χώρας από τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές.

Σήμερα όμως που όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε τις άσφαιρες προεκλογικές διακηρύξεις και τις ανέξοδες υποσχέσεις, αυτό που απαιτούμε από τις πολιτικές ηγεσίες είναι η διαμόρφωση μιας κοινής στρατηγικής για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Εξάλλου, οι τρεις εταίροι δεν θα κριθούν για την ασυνέπεια που έχουν επιδείξει όσον αφορά τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις, αλλά κυρίως από την ικανότητά τους να διαχειριστούν επιτυχώς τα μεγάλα προβλήματα του τόπου.
Ο ανταγωνισμός για το ποιος είναι περισσότερο κοινωνικά ευαίσθητος, υπακούει μόνο στο κομματικό συμφέρον. Ο φόβος του πολιτικού κόστους που φαίνεται να τους βασανίζει, δεν συνάδει με την ανάγκη να τραβήξουμε διαχωριστές γραμμές από πρακτικές και αντιλήψεις που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.

Μολονότι θέτουν με περίσσια ευκολία «κόκκινες γραμμές» για το πακέτο των περικοπών των 11,8 δις, την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουν ως ταμπού τις αποκρατικοποιήσεις, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, τις διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος, στη διοίκηση, στην οικονομία. Ο λόγος; Οι κομματικές ηγεσίες δεν θέλουν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την πολιτική τους πελατεία και με τις συντεχνίες, μολονότι γνωρίζουν ότι η χώρα δεν μπορεί να συντηρεί άλλο ένα αντιπαραγωγικό, αναποτελεσματικό, αλλά και παρασιτικό σύστημα οργάνωσής της.

Η ηγετικότητα ενός αρχηγού άλλωστε δεν χτίζεται πλειοδοτώντας ανέξοδες υποσχέσεις, αλλά επιδεικνύοντας τόλμη και αποφασιστικότητα σε κρίσιμες και οριακές καταστάσεις. Η αγωνία του για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που θα έχει ένα δυσμενές, αλλά αναγκαίο μέτρο, το μόνο που καταφέρνει είναι να εκτρέφει το λαϊκισμό, τις συντεχνιακές και πελατειακές σχέσεις, που χρόνια τώρα ακυρώνουν τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, υποθηκεύοντας το μέλλον της χώρας.

Ως εκ τούτου, οι κυβερνητικοί εταίροι οφείλουν να απεγκλωβιστούν από τις πρακτικές του παρελθόντος και να προχωρήσουν στην ανατοποθέτηση της στρατηγικής τους. Εξάλλου μόνο με μια εμπροσθοβαρή στρατηγική μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις των πολιτικών που είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει η χώρα, προκειμένου να βγει από την κρίση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *