Η γερμανική σοσιαλδημοκρατική εκδοχή

Capital.gr
20 Σεπτεμβρίου 2021

Οι αναδιατάξεις στη γερμανική πολιτική σκηνή είναι εύλογο να προκαλούν το ευρωπαϊκό και διεθνές ενδιαφέρον. Τώρα, μάλιστα, που οι γενικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις και ανακατατάξεις, προσλαμβάνουν ξεχωριστή σημασία. Οι επικείμενες εκλογές στη χώρα με την πιο ισχυρή οικονομία στη Γηραιά Ήπειρο, αναμφισβήτητα συνιστούν κορυφαίο πολιτικό γεγονός. Η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ έπειτα από δεκαέξι χρόνια δημιουργεί νέα δεδομένα. Η παρουσία της στην Καγκελαρία σημάδεψε την πορεία της Γερμανίας, καθώς και ολόκληρης της Ευρώπης.

Η ανθεκτικότητά της ήταν πράγματι πρωτοφανής. Στη διάρκεια της θητείας της διαχειρίστηκε μείζονα και δύσκολα ζητήματα. Το αποτύπωμά της ήταν έντονο και διακριτό. Η επιτυχία της συνίσταται στο ότι ενσάρκωσε με συνεπή τρόπο μια μετριοπαθή και συνεκτική πολιτική. Διακρίθηκε για τον πραγματισμό της και για την αναζήτηση συναινετικών επιλογών. Αν και ηγήθηκε της χριστιανοδημοκρατικής παράταξης, πολιτεύτηκε υπερβαίνοντας τις γνώριμες νόρμες της.

Ουσιαστικά, επεδίωξε και πέτυχε την ενσάρκωση μιας κεντρώας στρατηγικής. Πολλοί δε, εντός και εκτός Γερμανίας, υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα ακολούθησε έναν ήπιο και λελογισμένο σοσιαλδημοκρατικό δρόμο. Άλλωστε, υιοθέτησε και υλοποίησε κατά γράμμα την Ατζέντα 2010 των Σρέντερ και Φίσερ. Οι αξιοσημείωτες οικονομικές επιδόσεις της Άνγκελα Μέρκελ οφείλονται στις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο κυβερνητικός συνασπισμός SPD και Πρασίνων.

Αν σήμερα ως διάδοχός της φαίνεται να κερδίζει πόντους, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις ο Όλαφ Σολτς, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι ο τωρινός υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος των σοσιαλδημοκρατών θα αποτελεί, στην περίπτωση που αναδειχθεί καγκελάριος, μια τομή στη γερμανική συνέχεια. Με άλλα λόγια θεωρείται αυθεντική εκδοχή των πολιτικών που ακολουθεί επί δεκαετίες η Γερμανία, ανεξαρτήτως κυβερνητικών μεταβολών.

Έτσι εξάλλου εξηγείται το προβάδισμά του έναντι των ανταγωνιστών του. Και τούτο διότι πρεσβεύει την επικρατούσα αντίληψη του πραγματισμού και του ορθολογισμού. Το ενδεχόμενο δε σύμπραξής του με τους Πράσινους, αλλά και τους Φιλελεύθερους, του προσδίδει δυναμική. Το εκλογικό σώμα που τα δύο αυτά κόμματα εκπροσωπούν διευρύνει την πολιτική και κοινωνική βάση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας. Και ταυτόχρονα σηματοδοτεί μια πραγματική αλλαγή στη γερμανική σκηνή.

Η υστέρηση που εμφανίζει ο υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών Άρμιν Λάσετ τον καθιστά αδύναμο ανταγωνιστή. Μολονότι διεκδικεί την κεντρώα κληρονομιά της Μέρκελ αδυνατεί να πείσει ακόμη και τους ψηφοφόρους του κόμματός του. Τα λάθη που έχει διαπράξει κατά την προεκλογική περίοδο επιτείνουν τα στρατηγικά προβλήματα που αντιμετωπίζει.

Βέβαια μέχρι την κάλπη της Κυριακής, οι εκτιμήσεις θα δοκιμαστούν στην πράξη. Το τμήμα των αναποφάσιστων, το οποίο τουλάχιστον έως τώρα δεν είναι μικρό, θα επηρεάσει την τελική φορά των πραγμάτων. Ωστόσο, οι διαφαινόμενες μετεκλογικές εξελίξεις σταδιακά αποκρυσταλλώνονται. Οι τάσεις που διαπερνούν την ευρύτερη κοινή γνώμη δύσκολα θα ανατραπούν. Εξ ου και κερδίζει έδαφος το σενάριο του φωτεινού σηματοδότη, με τα χρώματα κόκκινο, πράσινο και πορτοκαλί, του SPD, των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων.

Πάντως το σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα στο βαθμό που προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. αποδεικνύεται περισσότερο επίκαιρο και ελκυστικό. Η αξία του έγκειται στο ότι προέρχεται από τη μήτρα του διαφωτισμού και ενσαρκώνει την πολιτική κουλτούρα του πραγματισμού, του ορθολογισμού και του φιλελευθερισμού. Καθώς και ότι αποτελεί εναλλακτική απάντηση στις νεκρές ιδεολογίες, στα παρωχημένα κλισέ και στερεότυπα στο κρατισμό και λαϊκισμό, στο συντηρητισμό παραδοσιακών δυνάμεων, κεντροαριστερών, αριστερών, κεντροδεξιών. Στην Ελλάδα το παράδοξο είναι πως τη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή, διεκδικούν ηγεσίες που βρίσκονται στον αντίποδα των αρχών και των αξιών της.

Πέρα απ’ όλα αυτά το σίγουρο είναι ότι τα όσα επιφυλάσσει η γερμανική πολιτική σκηνή θα έχουν αναμφίβολα τη δική τους σημασία για την Ευρώπη και τη χώρα μας. Η εποχή μετά τη Μέρκελ δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί. Οι αλλαγές που θα μεσολαβήσουν θα επηρεάσουν τις αντοχές και τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και πρωτίστως θα κρίνουν τους προσανατολισμούς που αυτή θα ακολουθήσει καθώς και το κοινωνικοοικονομικό μοντέλο το οποίο η σοσιαλδημοκρατία πρεσβεύει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *