Σήφης Πολυμίλης
Το Βήμα, 03/06/2018
Η εργαλειοποίηση της ιστορικής μνήμης υπήρξε για αρκετές δεκαετίες κυρίαρχη επιλογή τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά. Η πτώση της δικτατορίας, η αναγνώριση της εαμικής αντίστασης και κυρίως η χρονική απομάκρυνση από την περίοδο των ιστορικών παθών περιόρισαν τις αντιπαραθέσεις σε επίπεδο ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων.
Η αναζωπύρωση ιστορικών γεγονότων και συμβόλων, που παρατηρούμε τελευταία, είναι μια εμφανής πολιτική επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να επαναφέρει στο προσκήνιο τις διαχωριστικές γραμμές Δεξιάς – Αριστεράς σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει τη χαμένη από τις μνημονιακές υποχωρήσεις αντιστασιακή φυσιογνωμία του. Με όχημα έναν συναισθηματικό λόγο αναβαπτίζουν τη θυματολαγνεία της Αριστεράς, από μια σκοτεινή και κυρίως τραυματική περίοδο, για να διαμορφώσουν νέα διαιρετική τομή στην κοινωνία, αλλά και το πολιτικό σύστημα που θεωρούν ότι τους συμφέρει.
Πράγματι, οι 17χρονοι θα έπρεπε να γνωρίζουν Ιστορία. Οχι όμως επιλεκτικά και αποσπασματικά, αλλά με μια αίσθηση ιστορικής συνέχειας και στον χώρο και στον χρόνο. Η απλουστευτική «επιμόρφωση» με εθνικόφρονες και παρακρατικούς, από τη μία, και μάρτυρες και αγωνιστές της δημοκρατίας, από την άλλη, δεν προάγει τη μνήμη μιας κοινωνίας ούτε, πολύ περισσότερο, την εθνική συνοχή, σε συνθήκες όπως οι σημερινές.
Είτε βολεύει είτε όχι τις εκάστοτε συγκυριακές πολιτικές επιλογές, η Ιστορία και η μνήμη ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν δεν υπήρξε και δεν είναι ουδέτερος παρατηρητής. Η εκάστοτε εξουσία – και η σημερινή – διεκδικεί για τον εαυτό της την επιλεκτική προσέγγιση της Ιστορίας, της μνήμης, της λήθης και των συμβόλων που την εξυπηρετούν.
Σε μια χώρα όμως όπως η Ελλάδα, που καταναλώνει στα λόγια περισσότερη Ιστορία από όση παράγει, πέρα από τη μνήμη, είναι απολύτως αναγκαία και η λήθη. Αλίμονο αν ξαναγυρίσουμε στις τραυματικές μετεμφυλιακές ή πολιτικά ανώμαλες περιόδους. Η υπερβολική και καιροσκοπική χρήση της μνήμης είναι το ίδιο προβληματική με την αμνησία, σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να διαπνέεται από εθνικιστικές ονειρώξεις – βλέπε Μακεδονικό – ή λαϊκίστικες ψευδαισθήσεις.