Πόσο αλλάζουν οι Έλληνες;

Του Γιάννη Βούλγαρη*

Ένα δραματικό γεγονός όπως ο πόλεμος της Ουκρανίας, σπάει τις ρουτίνες των κοινωνιών, της πολιτικής ζωής, των σχολιαστών. Στο χάσμα της συνέχειας που κόβεται, γίνονται συνήθως πιο φανερές οι αλλαγές αντιλήψεων που έχουν επέλθει σε μια κοινωνία, οι οποίες αλλιώς, παραβλέπονται μέσα στην αργή εξέλιξή τους. Το ζούμε τώρα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Έφερε τα πάνω κάτω στο διεθνές σκηνικό, στη Δύση, στην Ευρώπη ειδικότερα, καθώς ήταν ο πρώτος κλασικός διακρατικός πόλεμος στη ήπειρό μας μετά το 1945. Ούτε η Γιουγκοσλαβία, ούτε η Τσετσενία ήταν αυτής της κατηγορίας.

Πρόθεσή μου δεν είναι ωστόσο να προσθέσω άλλο ένα σχόλιο για τον πόλεμο, για τη βαρβαρότητα αλλά και τη μυωπία όπως όλα δείχνουν, του καθεστώτος Πούτιν, όσο και αν τα γεγονότα μάς συνταράζουν καθημερινά. Με ενδιαφέρει η «εικόνα της Ελλάδας» που φαίνεται μέσα από τη διακοπή της συνέχειας και της ρουτίνας που ο πόλεμος επέφερε. Από το 2008, έχουμε κλείσει πάνω από δεκαετία, πηγαίνοντας από κρίση σε κρίση, πάντα στο πλαίσιο διεθνών αναταράξεων, αλλά πάντα με μια ιδιαίτερη εθνική όψη είτε αρνητική είτε θετική. Βαδίσαμε ανέμελα στη χρεοκοπία, αναθέσαμε τη μεταρρυθμιστική πολιτική στην τρόικα, κάψαμε δύο φορές την Αθήνα, φτάσαμε ένα βήμα πριν την έξοδο από το ευρώ, σωθήκαμε την τελευταία στιγμή, χάσαμε την ευκαιρία στο Κραν Μοντανά να αλλάξουμε τους όρους του Κυπριακού, δώσαμε λύση στο «μακεδονικό», ανταποκριθήκαμε επιτυχώς στην πίεση της Τουρκίας, χειριστήκαμε με επάρκεια, δηλαδή μέσα στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, την πανδημία, αντιδράσαμε σαν δραστήριο μέλος της δυτικής κοινότητας στο ουκρανικό παρότι χώρα με έντονη ρωσοφιλία.

Πώς έχουν καταγραφεί όλα αυτά στην ελληνική κοινωνία; Συνήθως η προσοχή μας εστιάζεται στο ακροδεξιό και ακροαριστερό συνονθύλευμα του 15-25% των «ψεκασμένων» της περιόδου της χρεοκοπίας, που αργότερα ψήφισαν να φύγουμε από το ευρώ, ύστερα έγιναν αντιεμβολιαστές και τώρα πουτινόφιλοι. Την ίδια αλυσίδα συναντάμε και στις άλλες δυτικές κοινωνίες, συχνά μάλιστα με πιο εκκωφαντικό τρόπο. Συνιστούν πρόβλημα; Ασφαλώς. Είναι η εκδήλωση των δυσκολιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες, δυστυχώς όμως σε έναν Κόσμο όπου τα αυταρχικά καθεστώτα πολλαπλασιάστηκαν. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι το συνονθύλευμα, αν και φωνακλάδικο, είναι μειοψηφικό, και επίσης μπορεί να πιεστεί στις συνθήκες του νέου ψυχρού πολέμου που θα  επικρατήσουν.

Μας ενδιαφέρουν λοιπόν οι νέοι «μέσοι όροι» για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Κ.Θ. Δημαρά. Δηλαδή η εξέλιξη των αντιλήψεων του υπόλοιπου πλειοψηφικού κοινωνικού σώματος. Πώς και σε ποιο βαθμό έχει επεξεργαστεί τα βιώματα των συνεχών αναταράξεων; Ποιες είναι οι αργόσυρτες αλλαγές της συλλογικής συνείδησης που έχουν πραγματοποιηθεί; Έχει διαμορφωθεί ή τείνει να διαμορφωθεί κάποιο πλειοψηφικό κοινωνικό αίσθημα πέρα από τις ιδεολογικές-κομματικές επιλογές; Ασφαλώς μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, βιώνει την εισοδηματική υποβάθμιση μετά τη χρεοκοπία. Η δυσανεξία συνδυάζεται όμως πλέον με τη δυσπιστία προς τις δημαγωγίες του δημοσιονομικού λαϊκισμού, του κρατικού «λεφτόδεντρου» κατά τον νεολογισμό που καθιερώθηκε στην κρίση. Επίσης, έχει καταλάβει ότι τα οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα δεν απαντώνται με βουλησιαρχικές πομφόλυγες τύπου «καταργώ τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο». Αυτού του είδους η μαγική σκέψη έχει δώσει τη θέση της σε έναν μεγαλύτερο πολιτικό ρεαλισμό και ορθολογισμό. Καθοριστικό ορόσημο ήταν βεβαίως η απομυθοποίηση της «πρώτη φορά αριστερά», η αποτυχία της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αυτή  η λαϊκιστική παραφθορά της ιστορικής κομμουνιστογενούς Αριστεράς, ερχόμενη στην εξουσία, διέψευσε μακροβιότερους μύθους και ψευδαισθήσεις τόσο ως προς υποτιθέμενες εναλλακτικές πολιτικές όσο και ως προς το πολιτικό ήθος. Τα κατασταλάγματα αυτών των βιωμάτων της δεκαετίας ενοποιούν ένα κυρίαρχο κοινωνικό αίσθημα το οποίο καθορίζει το πολιτικό σκηνικό ερήμην συνήθως της τρέχουσας κομματικής αντιπαράθεσης. Αυτό εξηγεί την κυριαρχία του Κ. Μητσοτάκη, την εκτόξευση του Ν. Ανδρουλάκη άμα τη εμφανίσει του. Αυτό εξηγεί επίσης τη δυνατότητα του Τσίπρα να καπελώσει – ευτυχώς και επιτυχώς – το κόμμα του στο «ουκρανικό» κόβοντας τον αέρα των πολυπληθών πουτινόφιλων, ρωσόφιλων και σταφιδοφάγων στελεχών του.

Όλο αυτό το διάχυτο κοινωνικό αίσθημα μορφοποιείται και θα πάρει συνεκτικότερα ιδεολογικά στοιχεία από την πρωτοκαθεδρία που αποκτά και πάλι η Γεωπολιτική στην περιοχή μας. Δεν θα είναι κάτι καινούργιο, αντιθέτως συνιστά μια σταθερά στην εθνική μας διαδρομή. Ήδη στη δεκαετία της χρεοκοπίας, μέσα από αμφιθυμίες και ψευδαισθήσεις, η ελληνική κοινωνία επιβεβαίωσε την επιλογή Ευρώπη/Δύση ως αναγκαιότητα αλλά και ως ταυτότητα. Σε σκληρότερες συνθήκες από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Στη Βουλή αμέσως μετά την ουκρανική κρίση,  πέρα από τις κορώνες, τα τρία σημαντικά κόμματα συμφώνησαν στο «είμαστε Δύση». Τα συμπληρωματικά σχόλια τύπου είμαστε και στα άλλα τρία σημεία του ορίζοντα ή ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» ήταν απλά ευφυολογήματα. Έτσι και αλλιώς οι Έλληνες ανήκουμε κάπου ιστορικά, και το σχετικό σύνθημα ανήκει σε μια άλλη εποχή που ενδεχομένως οι Έλληνες μπορούσαν να πάρουν την Ελλάδα και να την πάνε σε άλλον συνασπισμό (κομμουνιστικό μπλοκ, ή αδέσμευτους). Σήμερα κανένα από τα σημαντικά κόμματα δεν έχει τέτοια στρατηγική. Κοντολογίς, όπως η γενική αποδοχή της ευρωπαϊκής προοπτικής καθόρισε αποφασιστικά τις αντιλήψεις της μεταπολιτευτικής κοινωνίας, έτσι και η νέα ταύτιση με την Ευρώπη/Δύση της σημερινής κοινωνικής πλειοψηφίας θα έχει ιδεολογικές συνεπαγωγές. Μερικές είναι εύκολα προβλέψιμες, Μια μαχητική  και ιδεολογικοποιημένη αντίληψη για τη Δημοκρατία, αντί να θεωρείται δεδομένη, εξασφαλισμένη και βαρετή. Μια πεπεισμένη συμμετοχή στη δυτική στρατιωτική συμμαχία, σε έναν αβέβαιο Κόσμο που αντιπαρατίθενται Κράτη ηπειρωτικών διαστάσεων. Πόσω μάλλον που η Ελλάδα γίνεται σαφέστερα χώρα-σύνορο της Δύσης στην περιοχή, ρόλο που προηγουμένως διαδραμάτιζε η Τουρκία.

Ο κρίσιμος κόμπος θα αφορά το πλέγμα Ελλάδα – Τουρκία – Κύπρος γιατί σε αυτό το πεδίο έχουν αναπτυχθεί σκληρά ιδεολογικά σχήματα και παγιωμένες συμπεριφορές, την ίδια στιγμή που η νέα γεωπολιτική κατάσταση ευνοεί θετικά βήματα. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός του Πούτιν ακύρωσε για το προσεχές μακρύ διάστημα τον αντίστοιχο του Ερντογάν, κάνοντας πιθανή μια περίοδο «ήρεμων νερών». Μπορούν να υπάρξουν θετικότερα βήματα; Μπορούν. Η ενεργειακή απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο αναβαθμίζει τους ενεργειακούς πόρους της ανατολικής Μεσογείου αλλά η αξιοποίησή τους χρειάζεται τη συνεργασία των χωρών της περιοχής. Όπως δείχνουν οι κινήσεις του Ισραήλ και της Αιγύπτου η στρατηγική αντιτουρκικών αξόνων είναι παρωχημένη και ατελέσφορη. Η Ελλάδα μπορεί να μπει ενεργά στη νέα γεωπολιτική της περιοχής παρασύροντας και την κυπριακή πολιτική ηγεσία, γιατί προϋπόθεση είναι να βγει από το τέλμα το κυπριακό. Η άμεση συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν έδειξε πώς οι δύο χώρες επανατοποθετούνται στις συνθήκες του νέου ψυχρού πολέμου. Αλλά για να αλλάξουν τα ιδεολογήματα και τα άκαμπτα στερεότυπα θα χρειαστεί χρόνος και πολιτική σύγκρουση με τους γνωστούς μηχανισμούς του βαθέως κράτους, της διπλωματίας της στασιμότητας, και των εξαρτημένων δημοσιογραφικών ανακλαστικών, που ήδη έχουν κινητοποιηθεί για να υποσκάψουν την όποια θετική προοπτική.

*Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *