Ομιλία κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Μπίστη
14 Απριλίου 2011
Η πολιτική πέθανε. Ζήτω η πολιτική!
Μια προσωπική και πολιτική ανάταση αισθάνθηκα, διαβάζοντας το βιβλίο του Νίκου Μπίστη. Κι αυτό γιατί το Προχωρώντας και Αναθεωρώντας μας αποδεικνύει ότι η πολιτική για κάποιους ήταν και παραμένει μια περιπέτεια ιδεών. Ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει ότι η γενιά του αντιδικτατορικού αγώνα αντιπροσώπευε και αντιπροσωπεύει την ψυχή της ανυπότακτης νιότης μας.
Τι είναι όμως το βιβλίο;
Είναι αυτοβιογραφία;
Προφανώς περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά αυτά δείχνουν να εξυπηρετούν περισσότερο τη ροή των ιστορικών γεγονότων, παρά τον ατομο-κεντρικό χαρακτήρα του αυτοβιογραφικού είδους.
Είναι πολιτικό βιβλίο;
Το πολιτικό στοιχείο κυριαρχεί στο περιεχόμενο και την πλοκή, ωστόσο η αφήγηση δεν αναπτύσσει πολιτικές ιδέες σε βάθος, ούτε προχωρά σε ανάλυσή τους.
Είναι ιστορική μαρτυρία;
Είναι και αυτό, με την έννοια ότι σημαντικά ιστορικά πολιτικά γεγονότα παρουσιάζονται σε έκταση από έναν εκ των πρωταγωνιστών.
Σκεπτόμενος κατέληξα πως είναι όλα τα παραπάνω, αλλά κυρίως είναι λογοτεχνία. Λογοτεχνία με Λ κεφαλαίο. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα δηλαδή που αφορά τον Μπίστη, αλλά όχι μόνο αυτόν. Θα μπορούσε να έχει ως πρωταγωνιστή και οποιονδήποτε άλλο αγωνιστή από τους χιλιάδες της γενιάς του αντιδικτατορικού αγώνα, της μεταπολίτευσης, της περιπέτειας της παραδοσιακής Αριστεράς στα μεταπολιτευτικά χρόνια, της προδομένης υπόθεσης της Κεντροαριστεράς στον τόπο μας, της ξεχασμένης σήμερα σκληρής μάχης για τον εκσυγχρονισμό και τη χειραφέτηση της χώρας υπό την ηγεσία του Κώστα Σημίτη.
Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί. Η γραφή του είναι πλούσια, σαρκαστική, αυτοσαρκαστική και το χιούμορ κυρίαρχο στοιχείο για τα εύκολα αλλά και για τα δύσκολα. Προκαλεί τη σκέψη και ενεργοποιεί στον αναγνώστη τη διαδικασία της αυτογνωσίας. Ο συγγραφέας δημιουργεί με όλους εμάς μια σχέση προσωπική και φιλική. Νιώθεις σαν να γνωρίζεσαι μαζί του από την αρχή, ακόμη κι αν τον ήξερες από πριν.
Διαβάζοντας, σου έρχεται αυθόρμητα να απαντήσεις, να συμπληρώσεις κάτι, να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις. Και όλα αυτά πάντα με μια διάθεση να χαμογελάσεις -έως και να ξεκαρδιστείς-, ανατρέχοντας και σε δικά σου αντίστοιχα περιστατικά.
Ο Μπίστης σου δίνει την εντύπωση πως έχει απόλυτη ανάγκη από τη συνομιλία με τη γενιά των νεανικών του χρόνων, με τους συνοδοιπόρους της ζωής του, αλλά και τους υπόλοιπους με τους οποίους νομίζει κανείς πως κάποτε παρεξηγήθηκαν και θέλουν να τα ξαναβρούν.
Το κυριότερο είναι ότι μέσα από το βιβλίο του προσπαθεί -και κατά τη γνώμη μου το πετυχαίνει- να απενοχοποιήσει τη ρετσινιά της αλλαγής των απόψεων, της αναθεώρησής τους στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό το ταμπού της δογματικής προσήλωσης σ’ έναν δρόμο που κάποτε επέλεξες και που λόγοι άσχετοι με την πνευματική σου αναζήτηση σε πιέζουν ηθικά και κοινωνικά να συνεχίσεις να πορεύεσαι, προσπαθεί εν τέλει να κατεδαφίσει ο Μπίστης.
Με θάρρος και αρκετή γενναιότητα, ασφαλώς μέσα από την προσωπική του οπτική, τα βάζει ευθέως με μια προτεσταντικού τύπου υποκριτική ηθική” που ζητά απ’ όλους και απ’ όλα να μένουν αμετάβλητα μέχρι της εξαφάνισης τους από την κοινωνική διαδικασία και εξέλιξη.
Αν θέλει κάποιος να διερευνήσει και να εξηγήσει την πολιτική διαδρομή του Νίκου Μπίστη, οφείλει να κατανοήσει ότι η αλλαγή των κομματικών ταυτοτήτων δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας υπαρξιακής κρίσης, ούτε πράξη οπορτουνισμού και καιροσκοπισμού. Τα πολιτικά κουστούμια που άλλαξε βρίσκονταν σε απόλυτη αρμονία με τις αξίες και αρχές της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς της ουτοπίας. Μιας Αριστεράς που μπορεί να έχασε κρίσιμες μάχες τα προηγούμενα χρόνια, που μπορεί να ηττήθηκε πολιτικά, ιδεολογικά και στρατηγικά, δεν απώλεσε όμως την ψυχή της.
Την Αριστερά αυτή υποστηρίζει με πάθος ο Νίκος Μπίστης. Την αναζητά παντού, εντός και εκτός πολιτικών σχημάτων. Αν και γνωρίζει ότι αυτή υπάρχει περισσότερο ως φαντασίωση και λιγότερο ως πολιτική πραγματικότητα, επιμένει. Δεν θέλει να συμφιλιωθεί με την υποχώρηση, την απονέκρωση, τον ευνουχισμό, την καταρράκωση, την κατάρρευσή της.
Η επιμονή του όμως δεν είναι διαστροφική. Υπαγορεύεται από την πεποίθηση ότι ο μύθος της Αριστεράς συνιστά τη βαθύτερη αλήθεια της. Είναι εκείνος που καθορίζει τα όρια των δυνατοτήτων της. Δικαιώνει και υπηρετεί τη νομοτέλεια και τη δικαιοσύνη της. Αποτελεί την απόλυτη προοπτική και καταξίωσή της. Αυτόν τον μύθο προσπαθεί όχι μόνο να τον διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού, αλλά και να τον αναδείξει, να τον καταστήσει ξανά επίκαιρο.
Εξάλλου, ο Νίκος Μπίστης αποστρέφεται την Αριστερά που χάνει της ψυχή της, μετατρέπεται σε συντηρητικό μόρφωμα και γίνεται κατεστημένο, που παγιδεύεται στις σκιαμαχίες και δοξασίες του παρελθόντος και μένει στατική ενώ γύρω της όλα αλλάζουν, την Αριστερά που από δύναμη αλλαγής και προόδου γίνεται φορέας μιας κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής υστέρησης.
Αντιθέτως, παραμένει συνεπής και πιστός στη σύγχρονη Αριστερά, η οποία έχει την ικανότητα να κατανοεί τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στο κοινωνικό γίγνεσθαι και να προσαρμόζει τη στρατηγική της στο συνεχώς μεταβαλλόμενο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
«Είμαστε ό,τι μπορούμε να εννοήσουμε», έλεγε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και ο Νίκος Μπίστης, συλλέκτης πολλαπλών εμπειριών, προσπαθεί να διευρύνει συνεχώς τα όρια της αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας του, μέσω της πολιτικής. Της πολιτικής ως περιπέτειας ιδεών και ζωογόνου δύναμης.
Γνωρίζοντας ότι η ιδεολογία είναι αξεχώριστη από τα προσωπικά βιώματα, επιμένει και τολμά να αντιμετωπίζει την πολιτική ως την πλέον ουσιαστική πράξη κοινωνικής ευθύνης, ως ζωντανή διαδικασία που ξεπερνά τις δυνάμεις της αδράνειας, της αγκύλωσης, της εκτροπής, καθώς και τις απολιθωμένες κομματικές δομές και ιεραρχίες, με τις οποίες άλλωστε ήρθε αντιμέτωπος αρκετές φορές στο χώρο της Αριστεράς.
Άγχος προσδοκία και στόχος του είναι η τελεσίδικη αθώωση και η υπαρξιακή δικαίωση και εν τέλει η επιστροφή της πολιτικής. Φαίνεται ότι στο σημείο αυτό ταυτίζεται με τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος συνήθιζε να λέει πως «απ’ όλες τις ανθρώπινες δράσεις η πολιτική είναι εκείνη που αντιμετωπίζει κατεξοχήν την πρόκληση του μέλλοντος».
Διαβάζοντας το Προχωρώντας και Αναθεωρώντας εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως ο Νίκος Μπίστης θεάται την πραγματικότητα από την πλευρά του ρεαλιστικού και του εφικτού, αλλά ταυτόχρονα και από την άλλη πλευρά του ονείρου, των οραμάτων, του μύθου. Γι’ αυτό και δεν αποποιείται καμία πολιτική του επιλογή.
Παρακολουθώντας καρέ καρέ τη δράση του, τις πολιτικές προτιμήσεις και τις κομματικές του εντάξεις, ανακαλύπτουμε ότι ο πολιτικός ρεαλισμός δεν εξοβελίζει ούτε ευνουχίζει την αριστερή του ταυτότητα. Αντίθετα συμβαδίζει με τις αρχές, τις αξίες και τα οράματα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Πράξεις ρεαλισμού αλλά και χειραφέτησης ήταν η προσχώρηση αλλά και η διαγραφή του από το ΚΚΕ, η ένταξη αλλά και η αποχώρησή του από το Συνασπισμό, η ίδρυση της ΑΕΚΑ, αλλά και η συμπόρευσή του με το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Κώστα Σημίτη, στην κυβέρνηση του οποίου συμμετείχε ως Υφυπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης. Στο εγχείρημα αυτό μάλιστα επανέρχεται σε πολλά σημεία του βιβλίου του, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε πως συνιστά για τον συγγραφέα μια νέα κινούσα ιδέα.
Αξίζει εδώ να επισημάνω ότι οι δυνάμεις της Ανανεωτικής Αριστεράς είχαν επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πορεία και την προοπτική του εκσυγχρονισμού. Είχαν μάλιστα στηρίξει καίριες επιλογές, χωρίς να συμμετέχουν σε κυβερνητικές θέσεις. Χαρακτηριστική ήταν η υπεράσπιση της θέσης περί μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, στην οποία ο Μπίστης είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς και το καίριο ζήτημα της ευρωπαϊκής στρατηγικής που έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς αστερίσκους, χωρίς υποσημειώσεις.
Οι σχέσεις της Aνανεωτικής Αριστεράς με τον Κώστα Σημίτη ήταν αμφίδρομες. Υπαγορεύονταν από την ανάγκη η χώρα να γίνει οργανικό κομμάτι της ευρωπαϊκής οικογένειας, κλείνοντας τους λογαριασμούς της με τις δυνάμεις του εθνικισμού, του εθνοκεντρισμού, της φοβικότητας, και του λαϊκισμού. Κοινός στόχος ήταν η δημιουργία ενός νέου πολιτικού αστερισμού: της Κεντροαριστεράς.
Άλλωστε την ίδια περίοδο, σε Ευρώπη και Αμερική, υπήρχαν αντίστοιχα εγχειρήματα που έβαλαν τη σφραγίδα τους στις πολιτικές εξελίξεις. Η περίοδος Κλίντον, που συνέπεσε με τις δεκατρείς κεντροαριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη, είχε τροφοδοτήσει μια ευρύτερη συζήτηση για την Κεντροαριστερά.
Οι δυνάμεις της Ανανεωτικής Αριστεράς, αλλά και όλες οι εκσυγχρονιστικές δυνάμεις που στήριξαν τον Κώστα Σημίτη, γνώριζαν ότι στην πολιτική, πρόοδος και συντήρηση ανασυντάσσονται γύρω από νέα πραγματικά δεδομένα, καινούργιες προσδοκίες, σύγχρονα οράματα.
Η συμπαράταξη του Μπίστη με τον Σημίτη, του επέτρεψε να συλλέξει πολλαπλές εμπειρίες και το κυριότερο από όλα, τον βοήθησε να αντιληφθεί ότι ένα εγχείρημα, ακόμα κι αν έχει την αποδοχή της κοινής γνώμης, είναι καταδικασμένο να αποτύχει αν δεν έχει προηγουμένως φροντίσει τη στήριξή του από ένα πολιτικό υποκείμενο που πιστεύει σε αυτό και καταβάλλει προσπάθειες για την επιτυχία του.
Ο συγγραφέας αναφέρεται πολλές φορές στις αντινομίες, τις παραδοξολογίες, στα προβλήματα αλλά και στα εμπόδια που συνάντησε η διακυβέρνηση Σημίτη. Μιλάει για τις φοβίες και τις αντιδράσεις τόσο του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, όσο και της Αριστεράς και κυρίως του Συνασπισμού. Αναλύει τις αιτίες και τους λόγους που το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα ήταν μια πολιτικοϊδεολογική παρένθεση σε ένα αποστεωμένο και ξεπερασμένο πολιτικό και κομματικό σύστημα.
Κοιτάζοντας με τη ματιά του αριστερού μεταρρυθμιστή, επισημαίνει δύο αντιλήψεις ως προς την αντιμετώπιση της πολιτικής: Η πρώτη είναι αυτή των συμβόλων, ενώ η δεύτερη, του περιεχομένου.
Η πρώτη ταυτίζει την πολιτική και τα υποκείμενά της με τα σύμβολα. Αρνείται να δει το παρόν και αναδεικνύει έναν φετιχιστικό, μυθολογικό, μουσειακού είδους κομματικό πατριωτισμό, ένα νεκρό σύμβολο. Λατρεύει την εικόνα και μισεί την πραγματικότητα. Αναπολεί τις ιστορικές αναμνήσεις και αγνοεί το ίδιο το κοινωνικό τους υλικό, δηλαδή τους ζωντανούς ανθρώπους. Αναπαράγει φαινόμενα στασιμότητας και φοβικότητας. Την αντίληψη αυτή ενστερνίστηκε το αποκαλούμενο βαθύ ΠΑΣΟΚ, πολεμώντας με κάθε μέσο το εγχείρημα και τη διακυβέρνηση Σημίτη.
Αντίθετα, η αντίληψη των περιεχομένων και της ουσίας της πολιτικής, δίνει βάρος στο πραγματικό νόημά της. Άλλωστε, όπως έλεγαν οι Κινέζοι, το πρόβλημα δεν είναι το χρώμα της γάτας, αν δηλαδή είναι μαύρη, άσπρη, πράσινη ή κόκκινη, αλλά αν μπορεί να πιάνει τα ποντίκια. Και εδώ βέβαια τίθεται ένα ερώτημα: Μπορούν τα υπάρχοντα πολιτικά σχήματα, ανεξαρτήτως χρώματος και συμβόλων να πιάσουν τα ποντίκια ή θα χρειαστούμε φάκες;
Ως έμπειρος μαχητής της Αριστεράς, ο Μπίστης διαπιστώνει πολύ σύντομα ότι το νέο δε θα έρθει από τις κομματικές συναγωγές. Συνειδητοποιεί επίσης όλο και περισσότερο τα πεπερασμένα όρια και τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας.
Άλλωστε, η οχτάμηνη πολιτική του θητεία ως Υφυπουργός πρέπει να υπήρξε τραυματική, αφού βίωσε τις πολλές αδυναμίες και δυσκολίες στην πραγματοποίηση των αλλαγών, σε μια εποχή μάλιστα που ο εκσυγχρονισμός δοκιμαζόταν σκληρά και τα σημάδια κόπωσης και υποχώρησής του ήταν ιδιαίτερα έντονα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως σήμερα περισσότερο από ποτέ θα πρέπει τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο να απαλλαγούμε από τα σύνδρομα φοβικότητας.
Αυτό που απαιτεί η σύγχρονη εποχή είναι γνώση, σχέδιο, μέθοδος, ορθολογισμός και προπαντός ανοιχτά μυαλά. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κολυμπήσουμε στο αρχιπέλαγος ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου, όπως αυτόν που μας περιγράφει με πάθος και οξυδέρκεια ο συγγραφέας του Προχωρώντας και Αναθεωρώντας.
Το ευτύχημα είναι ότι στην πολιτική ζωή του τόπου, πέρα από τους μάγους του πρωτογονισμού, έχουμε και παρουσίες σαν αυτή του Νίκου Μπίστη, που μπορούν να μας ενεργοποιήσουν. Εξάλλου είναι πλέον καιρός να σταματήσουμε να φερόμαστε σαν ιθαγενείς που περιμένουν τα πλοία των πολιτισμένων για να τους φέρουν χάντρες και καθρεφτάκια.
Τέλος, θα ήθελα να ευχηθώ το Προχωρώντας και Αναθεωρώντας να έχει ένα μεγάλο, περιπετειώδες και συναρπαστικό ταξίδι.
Σας ευχαριστώ.