Η αυθυπαρξία του πολιτικού Κέντρου

Του Γιώργου Πανταγιά

Oι μεταβατικοί καιροί διεγείρουν το πολιτικό ένστικτο των ανθρώπων που αναζητούν αλλαγές και ανατροπές. Οι αντιδράσεις τους ποικίλλουν. Άλλοτε αντιδρούν όπως εκείνος που βρίσκεται σε ένα φλεγόμενο σπίτι και καλεί τους άλλους να το εγκαταλείψουν. Και άλλοτε αναζητούν διεξόδους όταν διαπιστώνουν πως και η στασιμότητα και η αδράνεια είναι παθογόνες. Έτσι η μετάβαση από τη μία περίοδο στην άλλη δεν ακολουθεί γραμμική πορεία. Απεναντίας ενέχει αντιφάσεις και πρόσκαιρες καταστάσεις.

Το οικοσύστημα της μεταπολίτευσης στέγασε επί πολλά χρόνια διαφορετικές πολιτικές, διατηρώντας την απαραίτητη συνοχή. Ωστόσο στη διάρκεια της χρεωκοπίας το τύλιξαν φλόγες. Έπειτα από αυτή την σκληρή περιπέτεια επήλθε κάποια καταλλαγή. Τη μεγάλη τρικυμία  διαδέχθηκαν τα ήρεμα νερά, που όμως δεν έπαψαν να είναι και αχαρτογράφητα. Εξ’ ου και η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα είναι αναμφίβολα δύσκολη πολιτική άσκηση.

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα εγχείρημα το οποίο αποσκοπεί στην αποκατάσταση της φυσιολογικής ζωής. Με άλλα λόγια επιδιώκει να κλείσει  τον κύκλο τραυματικών εμπειριών καθώς και των επιλογών εκείνων, που υπαγορεύτηκαν από τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης συγκυρίας. Η υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η επικράτηση της ΝΔ, αυτό ακριβώς έρχονται να επιβεβαιώσουν. Μολονότι οι αλλαγές που μεσολάβησαν στην εγχώρια σκηνή ήταν σημαντικές ακόμη και καταλυτικές, εντούτοις η δύναμη των πραγμάτων τις κατέστησε ασθενικές.

Ως εκ τούτου η πολιτική προσαρμογή εύλογο είναι να αντιστρατεύεται τη δυσαρμονία, αφαιρώντας ζωτικό χώρο απ’ τους δύο μονομάχους. Και αυτό γιατί αντικειμενικά αδυνατούν να εκφράσουν κάτι που δεν είναι. Το κυβερνών κόμμα δεν μπορεί να ενσαρκώσει ένα διαφορετικό πολιτικό εαυτό. Η αναπροσαρμογή του στα νέα δεδομένα δεν αναιρεί τα ιδεολογικοπολιτικά του όρια. Τα πολιτικά ανοίγματα του Κυριάκου Μητσοτάκη συνιστούν ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες. Όμως δεν μεταβάλλουν την πραγματική ταυτότητα της ΝΔ. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που εξασφάλισε το 2019, εδραζόταν στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις μιας ζοφερής πραγματικότητας. Οι ψηφοφόροι της μοιράζονταν βαθύτερες πολιτικές αξίες δίχως ωστόσο να έχουν κοινή πολιτική καταγωγή. Το γεγονός αυτό εξυπηρέτησε τις ανάγκες μιας συγκυρίας. Οι κεντρώοι και οι κεντροαριστεροί εκλογείς της, αυτονόητο είναι να μην υποκαθιστούν τη στιγμή με τη διάρκεια.

Από την άλλη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να προχωρήσει σ’ αυτό που ενδεχομένως θέλει η ηγεσία του. Η επιχειρούμενη μετεξέλιξή του αποδεικνύεται ατελέσφορη. Προσκρούει στο αδιαπέραστο τείχος ιδεοληψιών, αγκυλώσεων και αναχρονισμού. Και πρωτίστως στις νωπές μνήμες της κυβερνητικής του θητείας. Η αλήθεια είναι ότι στην περίοδο της κρίσης λειτούργησε ως υποδοχέας κεντροαριστερών πολιτών. Τώρα ωστόσο που έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή  τα παλιά υποδείγματα, του στερούν τη δυνατότητα να κρατήσει ζωντανή τη σχέση του, με τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες κάποτε το εμπιστεύτηκαν. Ο Αλέξης Τσίπρας δυσκολεύεται να απεξαρτηθεί  από τις φορτισμένες και γνώριμες πολιτικές. Ο καταγγελτικός και ισοπεδωτικός του λόγος δεν βρίσκει ανταπόκριση στο κεντροαριστερό ακροατήριο. Έτσι εξάλλου εξηγείται και το δημοσκοπικό του τέλμα.

Η επανεμφάνιση του ΠΑΣΟΚ κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Δεν οφείλεται σε κάποια συναισθηματική έκρηξη. Ούτε φαίνεται να είναι ένα συγκυριακό ξέσπασμα. Απεναντίας αποκαλύπτει τις εσωτερικές διεργασίες και ανακατατάξεις οι οποίες συντελούνται στο κοινωνικό σώμα. Το κεντροαριστερό ακροατήριο, έπειτα από καιρό στρέφει το ενδιαφέρον του σε εκείνο τον ιδεολογικοπολιτικό χώρο που αποτέλεσε την πιο αυθεντική έκφρασή του. Είτε γιατί αποδείχθηκαν νόθες οι προσπάθειες των αντιπάλων του ΠΑΣΟΚ να εκπροσωπήσουν το αποκαλούμενο πολιτικό Κέντρο. Είτε διότι η επιστροφή στη φυσιολογική ζωή, επιβάλλει την αποκατάσταση αυθεντικών σχέσεων μεταξύ πολιτικών φορέων και εκλογέων.

Η αλλαγή ηγεσίας αναμφίβολα διαδραμάτισε  καθοριστικό ρόλο  στην αναδιάταξη των δυνάμεων. Ουσιαστικά εξέφρασε την ανάγκη αρμονίας. Και το κυριότερο έδειξε ότι στην πολιτική τίποτα δε μένει στατικό αν αξιοποιείς τις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά και αν διαθέτεις τις απαιτούμενες υποκειμενικές δυνατότητες. Στο σύνθετο αυτό πεδίο θα δοκιμαστεί ο Νίκος Ανδρουλάκης. Η εκλογή του μετέβαλλε τον ανταγωνισμό. Οι συμμετέχοντες σε αυτόν από δύο έγιναν τρείς. Το τρίγωνο παραμένει ανισοσκελές, ωστόσο υπάρχουν οι προϋποθέσεις, οι πρωταγωνιστές να ανατρέψουν την μέχρι πρότινος ετεροβαρή σχέση. Αρκεί ο κεντρώος χώρος να αποκτήσει την αυθυπαρξία του, να ασκήσει μια αντιπολίτευση υψηλής ποιότητας, και να απαντήσει με σαφή και καθαρό τρόπο στο δίλλημα της διακυβέρνησης του τόπου.

Η  « αναβάπτιση» του ΠΑΣΟΚ στο ζωτικό χώρο του πολιτικού Κέντρου έχει ευοίωνες προοπτικές, μετά τα όσα συμβαίνουν στην εγχώρια σκηνή. Προϋπόθεση βέβαια για κάτι τέτοιο είναι ο αυτοκαθορισμός του, μακριά από συμπλέγματα και ενοχικά σύνδρομα. Τα περί ίσων ή μη αποστάσεων δεν είναι τίποτα άλλο παρά ατελέσφορα στρατηγήματα. Η αυτονομία ενός κόμματος δεν προσμετράται με συγκυριακά κριτήρια. Αλλά ούτε με απαίδευτες προσεγγίσεις.

Στο νέο  σκηνικό, πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχουν εκείνοι που οι πολιτικές τους έχουν προβολή στο μέλλον, στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του, υπερβαίνοντας τα παλιά υποδείγματα. Στο πεδίο αυτό το ΠΑΣΟΚ θα αναμετρηθεί με τον εαυτό του.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *